Μάνος Ματσαγγάνης, 15/06/2012
Ποιο είναι το μέλλον της αριστεράς στην Ελλάδα; Θα μπορούσε κανείς, κάνοντας (μαύρο) χιούμορ, να απαντήσει ότι ίσως η αριστερά στην Ελλάδα έχει περισσότερο μέλλον από την ίδια την Ελλάδα. Πράγματι, όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα, πάντοτε θα υπάρχουν κάποιοι που θα κάθονται αριστερά στη Βουλή (στο βαθμό βέβαια που θα υπάρχει Βουλή). Το πώς θα είναι, όμως, αυτή η αριστερά, και τι θα λέει, θα εξαρτηθεί από την πορεία της χώρας τούς αμέσως επόμενους μήνες – ή ίσως εβδομάδες.
Θα μείνουμε στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Εάν ναι, έχουμε μια ελπίδα να συγκλίνουμε με την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλ. να αποκτήσουμε ένα κράτος αμερόληπτο και αποτελεσματικό, μια δυναμική οικονομία της αγοράς, με σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και κοινωνική προστασία.
Σε μια τέτοια Ελλάδα, ευρωπαϊκή, έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε κάποτε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Μια αριστερά, κατά πάσα πιθανότητα, πληθυντική (αυτό συνεπάγεται η πολιτική ιστορία της χώρας), αλλά πάντως με τα κόμματα που τη συναποτελούν σταθερά προσανατολισμένα στο σεβασμό του Συντάγματος και των άλλων θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και στην ειλικρινή και ανεπιφύλακτη απόρριψη της βίας.
Αυτό το τελευταίο, κτήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς στο σύνολό της, ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της, είναι σχετικά πρόσφατο: χρειάστηκε η (από κάθε άποψη) τρομακτική εμπειρία των δεκαετιών του ’70 και του ’80, για να διαλυθούν και οι τελευταίες αυταπάτες για τα αιματηρά αδιέξοδα στα οποία αναπόφευκτα οδηγεί το φλερτ με την «ένοπλη πάλη». Υπό αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστική η αποφασιστική υιοθέτηση της μη βίας «ως ιδεώδους και ως μεθόδου», εκ μέρους της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης του Fausto Bertinotti, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Θα αντιτείνει κανείς: «Δηλαδή, πάνε όλα πρίμα για την ευρωπαϊκή αριστερά;» Όχι βέβαια. Οι σοσιαλιστές, η μεγαλύτερη οικογένεια της ευρωπαϊκής αριστεράς, στα τέλη της δεκαετίας ήλεγχαν τις 13 από τις κυβερνήσεις των 15 (τότε) κρατών μελών της Ε.Ε. – χωρίς τελικά να επιδείξουν κάτι θεαματικό και σίγουρα χωρίς να καταφέρουν να πετύχουν τον (ομολογουμένως φιλόδοξο) στόχο της «πολιτικής διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης». Κάτι ανάλογο ισχύει για τη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία – όπως άλλωστε είχε εγκαίρως προβλέψει ο Eric Hobsbawm – δεν δείχνει ικανή να επωφεληθεί εκλογικά από την οικονομική κρίση. Το ίδιο και για τους Πράσινους, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο έχουν πέσει θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους, με την έννοια ότι έχουν χάσει το μονοπώλιο της οικολογικής ευαισθησίας, αφού ο σεβασμός του περιβάλλοντος έχει πλέον περάσει στο πολιτικό mainstream και (στον α’ ή στον β’ βαθμό) στις θέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Πάντως, παρά την όχι και τόσο συναρπαστική πρόσφατη επίδοσή της, η ευρωπαϊκή αριστερά παραμένει εργαστήρι ιδεών, δύναμη υπεράσπισης των εργαζομένων και απόκρουσης των διακρίσεων, στο πνεύμα του γνωστού τριπτύχου «libertè, egalitè, fraternitè».
Ίσως ο λόγος που η ευρωπαϊκή αριστερά δεν είναι τόσο συναρπαστική, είναι ότι η ίδια η Ευρώπη δεν είναι τόσο συναρπαστική. Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να ευγνωμονούμε γι’ αυτό τους αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ιδέας, που στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είδαν το κλειδί για τον οριστικό τερματισμό του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου», που διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος του 19ουαι. και το πρώτο μισό του 20ού αι. Γι’ αυτό άλλωστε, ακόμη και σήμερα, εν μέσω μιας δύσκολης υπαρξιακής κρίσης, η Ευρώπη παθιάζεται όχι για τον επόμενο πόλεμο ή την επόμενη δικτατορία, αλλά απλώς για τους όρους του επόμενου πακέτου διάσωσης. Ας θυμίσω το προφανές, ότι δηλαδή η προηγούμενη κρίση ανάλογης σοβαρότητας (το Κραχ του ’29) είχε οδηγήσει σε εθνικιστική αναδίπλωση, σε επικράτηση του φασισμού και τελικά σε παγκόσμιο πόλεμο. Είμαι πεισμένος ότι όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα στην Ευρώπη, θα παραμείνουμε μακριά -σε απόσταση ασφαλείας- από κάτι τέτοιο.
Σε αρκετούς Ευρωπαίους (ιδίως Έλληνες, ιδίως από τις νεότερες γενιές), όλα αυτά δεν φτάνουν: τους φαίνονται ανιαρά. Όντως: δεν συγκρίνονται, π.χ., με τη μάχη του Somme, που κόστισε πάνω από 300.000 νεκρούς σε μόλις 4½ μήνες (20.000 έχασαν τη ζωή τους μόνο την πρώτη μέρα, μόνο στη βρετανική πλευρά). Ανάμεσα σε όσους πολέμησαν (και σε όσους χάθηκαν) εκεί, ήταν και μερικοί από τους λαμπρότερους νεαρούς ποιητές της εποχής, οι οποίοι ως γνωστόν έγραψαν μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του 20ού αι. Αντίθετα, δεν νομίζω να διανοήθηκε κανείς ποτέ να γράψει ποίηση για τη Margaret Thatcher, που χτυπά το τσαντάκι της στο τραπέζι απαιτώντας να της επιστραφεί μέρος της βρετανικής συμμετοχής στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ούτε πολύ λιγότερο για τις ατέρμονες συνεδριάσεις σχετικά με το ενδεδειγμένο μέγεθος των λαχανακίων Βρυξελλών (αγαπημένο μοτίβο του ευρωσκεπτιστικού φολκλόρ).
Και όμως, είχε δίκιο ο Rolf Dahrendorf -αυτός ο πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος, που στην ίδια ζωή υπήρξε κατά σειρά βουλευτής του Γερμανικού Κοινοβουλίου (FDP), δύο φορές Ευρωπαίος Επίτροπος, πρύτανης της London School of Economics και μέλος της Βρετανικής Βουλής των Λόρδων- όταν, αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έγραφε ότι «Από όλα τα μέρη του κόσμου, μόνο η Ευρώπη έχει καταφέρει να εξασφαλίσει στους πολίτες της ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, δημοκρατικές ελευθερίες και ταυτόχρονα, κοινωνική συνοχή.»
Συνεπώς, και με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, εάν μείνουμε στην Ευρώπη, έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Με κόμματα στα οποία η σοσιαλιστική κουλτούρα συνυπάρχει με τη φιλελεύθερη, σε διάφορες, φυσικά, δοσολογίες. Και τα οποία έχουν λύσει διάφορα ζητήματα, τα οποία εδώ μας ταλαιπωρούν ακόμη: Ναι στην αγορά, ή μήπως όχι; (Προσοχή, δεν αναφέρομαι στο ερώτημα για τα όρια της αγοράς, το οποίο είναι όχι απλώς θεμιτό, αλλά και συχνά η πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ευρώπη. Αναφέρομαι στο ερώτημα για το εάν μια αριστερή οικονομική πολιτική πρέπει να αφήνει χώρο στην αγορά ή όχι – σαν να υπήρξε ποτέ ιστορικό προηγουμένο κοινωνίας που κατήργησε την αγορά, χωρίς ταυτόχρονα να καταργήσει και τη δημοκρατία.) Και άλλα ζητήματα, ακόμη πιο δυσάρεστα: Έμμεση δημοκρατία, ή μήπως μόνο άμεση; Τηρούμε το Σύνταγμα και τους νόμους, ή μήπως εφαρμόζουμε επιλεκτικά μόνο ό,τι μας βολεύει; Η βία είναι πάντοτε κακό πράγμα, ή μήπως μερικές φορές είναι και καλό; Οι ένοπλοι της 17Ν είναι δολοφόνοι που αυτοαναγορεύτηκαν σε «λαϊκούς εκδικητές», ή μήπως «σύντροφοι με τους οποίους διαφωνούμε» (και σε τι ακριβώς);
Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο να μη μείνουμε στην Ευρώπη. Όχι από σχέδιο: είμαι διατεθειμένος να πιστέψω τις διαβεβαιώσεις των βασικών διεκδικητών τής πρωτιάς και του ανεκδιήγητου bonus των 50 εδρών, ότι δεν επιθυμούν να γυρίσουμε στη δραχμή. Αλλά από λάθος. Ή, λόγω αδυναμίας χειρισμού μιας πολύ δύσκολης κατάστασης. Και κυρίως: λόγω αυτοπαγίδευσης και του κ. Τσίπρα και του κ. Σαμαρά σε μια βλακώδη και αδιέξοδη ρητορική, που συσκοτίζει τα πραγματικά διλήμματα (πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; πώς θα μοιράσουμε δίκαια τις θυσίες; πώς θα ανακάμψει η οικονομία; με ποιες μεταρρυθμίσεις;) και που στη θέση τους κατασκευάζει άλλα, φανταστικά.
Βέβαια, ακόμη και αν δεν μείνουμε στην Ευρώπη, κάποιου είδους αριστερά θα έχουμε πάντοτε. Με την έννοια που και στο Λίβανο της δεκαετίας του ’70, στα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, υπήρχε αριστερά (οι Δρούζοι μουσουλμάνοι). Με την έννοια που και στη Σερβία του καταστροφικού πολέμου που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία, υπήρχε αριστερά (ο Μιλόσεβιτς). Και με την έννοια που στο Ιράκ των τελευταίων δεκαετιών υπήρχε αριστερά – και μάλιστα σοσιαλίζουσα και «κοσμική» (το Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν).
Το ερώτημα είναι ποιος θέλει να γίνουμε Λίβανος, ή Σερβία, ή Ιράκ.
Εμείς πάντως, όχι.
Θα μείνουμε στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Εάν ναι, έχουμε μια ελπίδα να συγκλίνουμε με την υπόλοιπη Ευρώπη, δηλ. να αποκτήσουμε ένα κράτος αμερόληπτο και αποτελεσματικό, μια δυναμική οικονομία της αγοράς, με σεβασμό των δικαιωμάτων των εργαζομένων και κοινωνική προστασία.
Σε μια τέτοια Ελλάδα, ευρωπαϊκή, έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε κάποτε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Μια αριστερά, κατά πάσα πιθανότητα, πληθυντική (αυτό συνεπάγεται η πολιτική ιστορία της χώρας), αλλά πάντως με τα κόμματα που τη συναποτελούν σταθερά προσανατολισμένα στο σεβασμό του Συντάγματος και των άλλων θεσμών της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, καθώς και στην ειλικρινή και ανεπιφύλακτη απόρριψη της βίας.
Αυτό το τελευταίο, κτήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς στο σύνολό της, ακόμη και στις πιο ριζοσπαστικές εκδοχές της, είναι σχετικά πρόσφατο: χρειάστηκε η (από κάθε άποψη) τρομακτική εμπειρία των δεκαετιών του ’70 και του ’80, για να διαλυθούν και οι τελευταίες αυταπάτες για τα αιματηρά αδιέξοδα στα οποία αναπόφευκτα οδηγεί το φλερτ με την «ένοπλη πάλη». Υπό αυτή την έννοια, είναι χαρακτηριστική η αποφασιστική υιοθέτηση της μη βίας «ως ιδεώδους και ως μεθόδου», εκ μέρους της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης του Fausto Bertinotti, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας.
Θα αντιτείνει κανείς: «Δηλαδή, πάνε όλα πρίμα για την ευρωπαϊκή αριστερά;» Όχι βέβαια. Οι σοσιαλιστές, η μεγαλύτερη οικογένεια της ευρωπαϊκής αριστεράς, στα τέλη της δεκαετίας ήλεγχαν τις 13 από τις κυβερνήσεις των 15 (τότε) κρατών μελών της Ε.Ε. – χωρίς τελικά να επιδείξουν κάτι θεαματικό και σίγουρα χωρίς να καταφέρουν να πετύχουν τον (ομολογουμένως φιλόδοξο) στόχο της «πολιτικής διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης». Κάτι ανάλογο ισχύει για τη ριζοσπαστική αριστερά, η οποία – όπως άλλωστε είχε εγκαίρως προβλέψει ο Eric Hobsbawm – δεν δείχνει ικανή να επωφεληθεί εκλογικά από την οικονομική κρίση. Το ίδιο και για τους Πράσινους, οι οποίοι κατά κάποιον τρόπο έχουν πέσει θύματα της ίδιας της επιτυχίας τους, με την έννοια ότι έχουν χάσει το μονοπώλιο της οικολογικής ευαισθησίας, αφού ο σεβασμός του περιβάλλοντος έχει πλέον περάσει στο πολιτικό mainstream και (στον α’ ή στον β’ βαθμό) στις θέσεις όλων των πολιτικών δυνάμεων.
Πάντως, παρά την όχι και τόσο συναρπαστική πρόσφατη επίδοσή της, η ευρωπαϊκή αριστερά παραμένει εργαστήρι ιδεών, δύναμη υπεράσπισης των εργαζομένων και απόκρουσης των διακρίσεων, στο πνεύμα του γνωστού τριπτύχου «libertè, egalitè, fraternitè».
Ίσως ο λόγος που η ευρωπαϊκή αριστερά δεν είναι τόσο συναρπαστική, είναι ότι η ίδια η Ευρώπη δεν είναι τόσο συναρπαστική. Νομίζω όμως ότι θα πρέπει να ευγνωμονούμε γι’ αυτό τους αρχιτέκτονες της ευρωπαϊκής ιδέας, που στην ευρωπαϊκή ενοποίηση είδαν το κλειδί για τον οριστικό τερματισμό του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου», που διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος του 19ουαι. και το πρώτο μισό του 20ού αι. Γι’ αυτό άλλωστε, ακόμη και σήμερα, εν μέσω μιας δύσκολης υπαρξιακής κρίσης, η Ευρώπη παθιάζεται όχι για τον επόμενο πόλεμο ή την επόμενη δικτατορία, αλλά απλώς για τους όρους του επόμενου πακέτου διάσωσης. Ας θυμίσω το προφανές, ότι δηλαδή η προηγούμενη κρίση ανάλογης σοβαρότητας (το Κραχ του ’29) είχε οδηγήσει σε εθνικιστική αναδίπλωση, σε επικράτηση του φασισμού και τελικά σε παγκόσμιο πόλεμο. Είμαι πεισμένος ότι όπως και αν εξελιχθούν τα πράγματα στην Ευρώπη, θα παραμείνουμε μακριά -σε απόσταση ασφαλείας- από κάτι τέτοιο.
Σε αρκετούς Ευρωπαίους (ιδίως Έλληνες, ιδίως από τις νεότερες γενιές), όλα αυτά δεν φτάνουν: τους φαίνονται ανιαρά. Όντως: δεν συγκρίνονται, π.χ., με τη μάχη του Somme, που κόστισε πάνω από 300.000 νεκρούς σε μόλις 4½ μήνες (20.000 έχασαν τη ζωή τους μόνο την πρώτη μέρα, μόνο στη βρετανική πλευρά). Ανάμεσα σε όσους πολέμησαν (και σε όσους χάθηκαν) εκεί, ήταν και μερικοί από τους λαμπρότερους νεαρούς ποιητές της εποχής, οι οποίοι ως γνωστόν έγραψαν μερικά από τα ωραιότερα ποιήματα του 20ού αι. Αντίθετα, δεν νομίζω να διανοήθηκε κανείς ποτέ να γράψει ποίηση για τη Margaret Thatcher, που χτυπά το τσαντάκι της στο τραπέζι απαιτώντας να της επιστραφεί μέρος της βρετανικής συμμετοχής στον κοινοτικό προϋπολογισμό, ούτε πολύ λιγότερο για τις ατέρμονες συνεδριάσεις σχετικά με το ενδεδειγμένο μέγεθος των λαχανακίων Βρυξελλών (αγαπημένο μοτίβο του ευρωσκεπτιστικού φολκλόρ).
Και όμως, είχε δίκιο ο Rolf Dahrendorf -αυτός ο πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος, που στην ίδια ζωή υπήρξε κατά σειρά βουλευτής του Γερμανικού Κοινοβουλίου (FDP), δύο φορές Ευρωπαίος Επίτροπος, πρύτανης της London School of Economics και μέλος της Βρετανικής Βουλής των Λόρδων- όταν, αμέσως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, έγραφε ότι «Από όλα τα μέρη του κόσμου, μόνο η Ευρώπη έχει καταφέρει να εξασφαλίσει στους πολίτες της ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο, δημοκρατικές ελευθερίες και ταυτόχρονα, κοινωνική συνοχή.»
Συνεπώς, και με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, εάν μείνουμε στην Ευρώπη, έχουμε μια ελπίδα να αποκτήσουμε μια αριστερά ευρωπαϊκού τύπου. Με κόμματα στα οποία η σοσιαλιστική κουλτούρα συνυπάρχει με τη φιλελεύθερη, σε διάφορες, φυσικά, δοσολογίες. Και τα οποία έχουν λύσει διάφορα ζητήματα, τα οποία εδώ μας ταλαιπωρούν ακόμη: Ναι στην αγορά, ή μήπως όχι; (Προσοχή, δεν αναφέρομαι στο ερώτημα για τα όρια της αγοράς, το οποίο είναι όχι απλώς θεμιτό, αλλά και συχνά η πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ευρώπη. Αναφέρομαι στο ερώτημα για το εάν μια αριστερή οικονομική πολιτική πρέπει να αφήνει χώρο στην αγορά ή όχι – σαν να υπήρξε ποτέ ιστορικό προηγουμένο κοινωνίας που κατήργησε την αγορά, χωρίς ταυτόχρονα να καταργήσει και τη δημοκρατία.) Και άλλα ζητήματα, ακόμη πιο δυσάρεστα: Έμμεση δημοκρατία, ή μήπως μόνο άμεση; Τηρούμε το Σύνταγμα και τους νόμους, ή μήπως εφαρμόζουμε επιλεκτικά μόνο ό,τι μας βολεύει; Η βία είναι πάντοτε κακό πράγμα, ή μήπως μερικές φορές είναι και καλό; Οι ένοπλοι της 17Ν είναι δολοφόνοι που αυτοαναγορεύτηκαν σε «λαϊκούς εκδικητές», ή μήπως «σύντροφοι με τους οποίους διαφωνούμε» (και σε τι ακριβώς);
Υπάρχει βέβαια το ενδεχόμενο να μη μείνουμε στην Ευρώπη. Όχι από σχέδιο: είμαι διατεθειμένος να πιστέψω τις διαβεβαιώσεις των βασικών διεκδικητών τής πρωτιάς και του ανεκδιήγητου bonus των 50 εδρών, ότι δεν επιθυμούν να γυρίσουμε στη δραχμή. Αλλά από λάθος. Ή, λόγω αδυναμίας χειρισμού μιας πολύ δύσκολης κατάστασης. Και κυρίως: λόγω αυτοπαγίδευσης και του κ. Τσίπρα και του κ. Σαμαρά σε μια βλακώδη και αδιέξοδη ρητορική, που συσκοτίζει τα πραγματικά διλήμματα (πώς θα μειώσουμε τα ελλείμματα; πώς θα μοιράσουμε δίκαια τις θυσίες; πώς θα ανακάμψει η οικονομία; με ποιες μεταρρυθμίσεις;) και που στη θέση τους κατασκευάζει άλλα, φανταστικά.
Βέβαια, ακόμη και αν δεν μείνουμε στην Ευρώπη, κάποιου είδους αριστερά θα έχουμε πάντοτε. Με την έννοια που και στο Λίβανο της δεκαετίας του ’70, στα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, υπήρχε αριστερά (οι Δρούζοι μουσουλμάνοι). Με την έννοια που και στη Σερβία του καταστροφικού πολέμου που διέλυσε τη Γιουγκοσλαβία, υπήρχε αριστερά (ο Μιλόσεβιτς). Και με την έννοια που στο Ιράκ των τελευταίων δεκαετιών υπήρχε αριστερά – και μάλιστα σοσιαλίζουσα και «κοσμική» (το Μπάαθ του Σαντάμ Χουσεΐν).
Το ερώτημα είναι ποιος θέλει να γίνουμε Λίβανος, ή Σερβία, ή Ιράκ.
Εμείς πάντως, όχι.
*Ο Μάνος Ματσαγγάνης διδάσκει κοινωνική πολιτική και δημόσια οικονομική στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ είναι υποψήφιος βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς στην Α΄ Αθηνών. Το κείμενο βασίζεται σε ομιλία του συγγραφέα στην εκδήλωση του Κέντρου Πολιτικού Προβληματισμού «Μιχάλης Παπαγιαννάκης», στη Θεσσαλονίκη (Τρίτη 12 Ιουνίου 2012).
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=9321&sw=1024
http://www.metarithmisi.gr/el/readText.asp?textID=9321&sw=1024