Σάββατο 20 Νοεμβρίου 2010

Πως οι τυμβωρύχοι του ΔΝΤ κατέστρεψαν τη Βραζιλία !!!


Ανεξάρτητα από την παραπάνω γενική «περιγραφή» του «συνδίκου του διαβόλου» από τον γνωστό Καναδό οικονομολόγο και σε σχέση με τη Βραζιλία, το σημαντικότερο πρόβλημα, το οποίο την οδήγησε στα «δίχτυα» του ΔΝΤ, ήταν το υψηλό έλλειμμα στο «ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών» – δηλαδή, το αρνητικό αποτέλεσμα των εμπορικών και οικονομικών συναλλαγών της χώρας με τον υπόλοιπο κόσμο (το οποίο φυσικά εκμεταλλεύθηκαν δεόντως οι κερδοσκόποι).

Ειδικότερα, ενώ το 1997 οι εισαγωγές της Βραζιλίας ήταν αξίας 61,4 δις $, οι εξαγωγές της έφταναν μόλις στο ύψος των 53 δις $ (fob). Αυτό σημαίνει ότι, εξάγονταν εμπορεύματα κατά 8,4 δις $ λιγότερα από αυτά που εισάγονταν – στις υπηρεσίες, η διαφορά ήταν ακόμη μεγαλύτερη, πλησιάζοντας τα 27,3 δις $.

Περαιτέρω, η Βραζιλία δεν είχε ανέκαθεν πρόβλημα με το ισοζύγιο της, αφού είναι ένα από τα πλουσιότερα κράτη στον κόσμο – όσον αφορά τα ορυκτά, τα φυσικά και τα ενεργειακά αποθέματα της. Το «έλλειμμα» εμφανίσθηκε μετά την υιοθέτηση του προγράμματος σταθερότητας (Plano Real) από την κυβέρνηση της το 1994, το οποίο είχε κύριο στόχο την καταπολέμηση του υπερπληθωρισμού που «μάστιζε» για πολλά χρόνια την οικονομία της. Το πρόγραμμα σταθερότητας, βασισμένο στην εισαγωγή ενός νέου νομίσματος (Real) με ανώτατη ισοτιμία απέναντι στο δολάριο το 1Real=1$, σε συνδυασμό με τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις των κρατικών επιχειρήσεων που αποφάσισε η νεοεκλεγείσα τότε, νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της, συνετέλεσε στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των διεθνών επενδυτών – με αποτέλεσμα την εισροή ξένων κεφαλαίων στο εσωτερικό της.

Αναλυτικότερα, για να μπορέσει μία χώρα να εξισορροπήσει τα οικονομικά μεγέθη της, χωρίς να υποτιμήσει το νόμισμα της, θα πρέπει τουλάχιστον να εξασφαλίσει θετικό «Ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών» – δηλαδή, οφείλουν να «εισρέουν» περισσότερα κεφάλαια στη χώρα, από αυτά που την εγκαταλείπουν. Έτσι, παρά το ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου της Βραζιλίας αυξανόταν συνεχώς (από -1,7 δις $ το, 1994 στα -33,4 δις $ το 1997), η είσοδος των νέων κεφαλαίων, το θετικό δηλαδή Ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, εξισορροπούσε τη διαφορά. Το νόμισμα της όμως κυμαινόταν αρκετά έντονα, μετά την μία και μοναδική ανατίμηση του (λόγω της αθρόας αρχικά εισόδου νέων κεφαλαίων στη χώρα), όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι που ακολουθεί:

Μερικά χρόνια όμως αργότερα (1998), το διεθνές κεφάλαιο έχασε γενικά την εμπιστοσύνη του στις αναπτυσσόμενες αγορές (Emerging Markets) – αμέσως μετά την ασιατική κρίση των «τίγρεων», καθώς επίσης τη Ρωσική, η οποία την ακολούθησε. Οι επενδυτές, παραλληλίζοντας τα μακροοικονομικά μεγέθη της Βραζιλίας με αυτά των «Ασιατικών Τίγρεων», διαπίστωσαν ξαφνικά ότι υπήρχαν μεγάλες ομοιότητες μεταξύ τους.

Η εμπιστοσύνη χάθηκε εντελώς, όταν οι αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης «υποτίμησαν» τη Βραζιλία, κατά τη γνωστή «επιθετική τακτική» τους – η οποία συνήθως ακολουθεί την «επέλαση» των κερδοσκόπων συναλλάγματος (Hedge funds), τους οποίους αντικαθιστούν (και διασώζουν, όπως θα δούμε στη συνέχεια) οι μαύροι ιππότες του ΔΝΤ

Έτσι λοιπόν, στα πλαίσια της γενικότερης κρίσης, οι επενδυτές απέσυραν μαζικά τα χρήματα τους από τη χώρα – με αποτέλεσμα να μειωθούν τα συναλλαγματικά της αποθέματα, μέσα σε τρείς μόλις μήνες, κατά περίπου 27 δις $. Εάν συνεχιζόταν ο ρυθμός αυτός, η κυβέρνηση της χώρας δεν θα μπορούσε πια να διατηρήσει την υφιστάμενη συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος της, απέναντι στο δολάριο. Πόσο μάλλον αφού η κεντρική τράπεζα της Βραζιλίας, παρά το ότι αύξησε τα επιτόκια στο 49,75% για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια, δεν κατάφερε τελικά να εμποδίσει την εκροή του συναλλάγματος (μέχρι τον Ιανουάριο του 1999, σχεδόν μηδενίσθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της).

Η ριζική υποτίμηση του νομίσματος (Real) θεωρήθηκε ασύμφορη ενέργεια, όχι μόνο λόγω του κινδύνου της επανεμφάνισης του υπερπληθωρισμού, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση του χρέους των επιχειρήσεων που είχαν οφειλές σε συνάλλαγμα, αλλά και επειδή θα μειωνόταν ακόμη περισσότερο η εμπιστοσύνη των διεθνών επενδυτών (εκτός του ότι ουσιαστικά «απαγορεύθηκε» από το ΔΝΤ για τους πρώτους μήνες).

Φυσικά, αυτή η ενέργεια της κεντρικής τράπεζας ζημίωσε σε μεγάλο βαθμό την «πραγματική» οικονομία, αφού συνετέλεσε στο να «ακριβύνουν» τα επιτόκια σε ολόκληρη τη χρηματοπιστωτική αγορά της Βραζιλίας – με αποτέλεσμα να μειωθεί η ιδιωτική κατανάλωση, να γίνουν ασύμφορες οι επενδύσεις και να διογκωθεί το δημόσιο χρέος (λόγω των υψηλών τόκων, με τους οποίους επιβαρυνόταν το κράτος).

Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΔΝΤ

Αναζητώντας λύση στα προβλήματα της η Βραζιλία, η 8η μεγαλύτερη Οικονομία του πλανήτη, «αναγκάσθηκε» να αποδεχθεί τη «βοήθεια» του ΔΝΤ (δέκα σχεδόν μήνες μετά την κατάρρευση του χρηματιστηρίου του Sao Paulo, τον Ιανουάριο του 1998), το οποίο της εξασφάλισε χρηματοδότηση ύψους 42,6 δις $ – προερχόμενη από το ίδιο (ΔΝΤ), από τις βιομηχανικές χώρες (G7), από την Παγκόσμια Τράπεζα και από την αμερικανική IADB. Φυσικά, το ΔΝΤ ενέκρινε τη «βοήθεια» πολύ αργότερα από τη στιγμή που αναζητήθηκε, όταν πλέον η Βραζιλία δεν είχε καμία άλλη επιλογή, ευρισκόμενη αντιμέτωπη με τη χρεοκοπία (διαφορετικά δεν θα μπορούσε να επιβάλλει τους απίστευτους όρους του).

Έναντι αυτής της βοήθειας, η κυβέρνηση της χώρας ανέλαβε την υποχρέωση να εφαρμόσει ένα αυστηρό πρόγραμμα εξοικονόμησης πόρων, περιορίζοντας το έλλειμμα του προϋπολογισμού της από το 8,1% του ΑΕΠ το 1998, στο 4,7% το 1999 – ήτοι κατά 3,4% μέσα σε ένα έτος. Για να μπορέσει δε να επιτύχει κάτι τέτοιο, ο υπουργός οικονομικών παρουσίασε ένα πρόγραμμα (ajuste fiscal), το οποίο προέβλεπε αυξήσεις φόρων, μειώσεις των δημοσίων δαπανών, καθώς επίσης την αναμόρφωση του κρατικού συστήματος συντάξεων.

Η κυβέρνηση της Βραζιλίας, «μεταφέροντας» τη συμφωνία με το ΔΝΤ στους Πολίτες της χώρας, ισχυρίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η οικονομική πολιτική των επομένων ετών θα ήταν κυρίως προς όφελος των ασθενέστερων εισοδηματικών τάξεων (πηγή: M.Heiden). Εν τούτοις, σύμφωνα με το οικονομικό πρόγραμμα που παρουσίασε, το 40,5% των συνολικών μειώσεων του προϋπολογισμού αφορούσε τον κοινωνικό τομέα – δηλαδή, οι δαπάνες για την Υγεία όφειλαν να περιορισθούν κατά -6,6% εντός ενός έτους, οι δαπάνες για την Παιδεία κατά -12,3% και τα έξοδα για την «αναμόρφωση» της γεωργίας κατά -47,1% – στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος, οι μειώσεις ήταν της τάξης του -47,4%.

Ένας από τους βασικούς πυλώνες του περιορισμού των δαπανών στον κοινωνικό τομέα, ήταν το πρόγραμμα που εγγυόταν ένα ελάχιστο κρατικό εισόδημα, στις οικογένειες χωρίς καθόλου οικονομικούς πόρους. Ο αριθμός των οικογενειών, οι οποίες θα λάμβαναν την ελάχιστη οικονομική βοήθεια το 1999, έπρεπε να μειωθεί δραστικά – από τις 14,8 εκ. οικογένειες το 1998, στις 2,5 εκ. οικογένειες το 1999 (δηλαδή, από 12.300.000 οικογένειες αφαιρέθηκε εντελώς το κρατικό επίδομα, αναγκάζοντας τες να καταλήξουν στο δρόμο)

Ένα δεύτερο σημαντικό «συστατικό» του προγράμματος της κυβέρνησης, ήταν η αναμόρφωση του συστήματος των κρατικών συντάξεων, όπου τα 16,5 εκ. των συνταξιούχων του ιδιωτικού τομέα εισέπρατταν το 48% των συνολικών συντάξεων – ενώ τα 2,8 εκ. των συνταξιούχων του δημοσίου τομέα εισέπρατταν το 52% των συνολικών συντάξεων. Το ύψος των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων δηλαδή, ήταν σχεδόν εξαπλάσιο, από το αντίστοιχο των ιδιωτικών υπαλλήλων – μία τεραστίου μεγέθους «στρέβλωση» του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας, ως συνήθως προς όφελος του δημοσίου τομέα.

Ένα τρίτο «μέτρο» ήταν οι αποδέσμευση των μισθών όλων των εργαζομένων από τον ετήσιο τιμάριθμο, με την αιτιολογία ότι «αναθέρμαιναν» τον πληθωρισμό, καθώς επίσης η μαζική απόλυση δημοσίων υπαλλήλων: «Ένα αναγκαίο κακό», σύμφωνα με την τότε κυβέρνηση, «με στόχο τη μείωση των δαπανών – πόσο μάλλον αφού η αυξημένη ανεργία, περιορίζει τις πληθωριστικές πιέσεις».

Περαιτέρω, καμία «παράγραφος» του «ΔΝΤ-προγράμματος σταθερότητας» (Ajuste Fiscal) δεν προέβλεπε περιορισμό των επιδοτήσεων των επιχειρήσεων – αντίθετα, αυξήθηκαν στον ετήσιο προϋπολογισμό του 1999 κατά 15%. Επίσης, μέχρι το 1998 είχαν αυξηθεί οι φορολογικές ελαφρύνσεις των εταιρειών – από 7 δις R$ το 1995 στα 15,3 δις το 1997 (με κύριους αποδέκτες προφανώς τις θυγατρικές των ξένων πολυεθνικών). Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να «διαγράψει» τις επιδοτήσεις και τις φορολογικές ελαφρύνσεις των επιχειρήσεων, αύξησε δυσανάλογα τους φόρους.

Σε γενικές γραμμές τώρα, η συμφωνία της Βραζιλίας με το ΔΝΤ (13.11.1998), η οποία προέβλεπε τη λήψη οικονομικής βοήθειας ύψους 42,6 δις $, είχε ως εξής (Πίνακας ΙΙ):



ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Καταμερισμός δανείου στη Βραζιλία, μέσω του ΔΝΤ



Δανειστής


Ποσόν


Επιτόκιο









ΔΝΤ Stand-by-credit


5,5 δις $


4,25%

ΔΝΤ Supplement Reserve facilities


12,6 δις $


7,25%

Βιομηχανικές χώρες (G7)*


14,5 δις $


9,70%

Παγκόσμια Τράπεζα


5,5 δις $


Κυμαινόμενο

IADB


4,5 δις $


Κυμαινόμενο

Πηγή: M. Heiden Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

* Διεθνές Libor για εξάμηνες πιστώσεις (τότε 5,2%), συν 4,5 – 4,7% εκατοστιαίες μονάδες

(α) Χρόνος και σκοπός του δανείου: Από τα 18,1 δις $ που παρείχε συνολικά το ΔΝΤ, τα 15,9 δις $ όφειλαν να διατεθούν έως το τέλος του 1999 – τα υπόλοιπα 2,2 δις$ μετά την ολοκλήρωση της τριετούς συμφωνίας. Το μέρος της παγκόσμιας Τράπεζας (μέσω της θυγατρικής της, της Διεθνούς Τράπεζας δηλαδή για την ανοικοδόμηση και ανάπτυξη), καθώς επίσης της IADB, επίσης εντός των επομένων τριών ετών.

Το μέρος του δανείου που ανέλαβε η Παγκόσμια Τράπεζα (5,5 δις $), όφειλε να αποδοθεί για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, για την καλυτέρευση της δημόσιας διοίκησης, καθώς επίσης για την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού μηχανισμού της Βραζιλίας. Το μέρος του δανείου της IADB (4,5 δις $), όφειλε να καλύψει κοινωνικές ανάγκες, να ενισχύσει τις πιστώσεις στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς επίσης να συμβάλλει στην κατασκευή νέων έργων υποδομής.

(β) Υποχρεώσεις από το δάνειο: Για να λάβει αυτόν τον υψηλό δανεισμό η Βραζιλία (ουσιαστικά το ποσόν των 42,6 δις $ αντιπροσώπευε λιγότερο από το 8% του τότε ΑΕΠ της – το ποσόν που «εγκρίθηκε» στην Ελλάδα από την ΕΕ-ΔΝΤ είναι πάνω από το 12% του ΑΕΠ), συμφώνησε στη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού της – από το 8,1% το 1998, στο 4,7% το 2009.

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΝΤ

Με σκοπό την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου, ο οποίος είχε τοποθετηθεί από το ΔΝΤ, καθώς επίσης τον περιορισμό των δαπανών του δημοσίου, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αυξήσει το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού (έσοδα, αφαιρουμένων των εξόδων, χωρίς τόκους), από το 0,5% του ΑΕΠ το 1998, στα 1,8% του ΑΕΠ το 1999. Περαιτέρω, ανέλαβε την ευθύνη για την επίτευξη μακροοικονομικής σταθερότητας, για αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική, για ευρύτερο άνοιγμα των αγορών της στο εξωτερικό (στις αμερικανικές ή ευρωπαϊκές πολυεθνικές), καθώς επίσης για τη διατήρηση των υφισταμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών της.

Δηλαδή, η χώρα συμφώνησε να διατηρήσει σταθερή την ισοτιμία του νομίσματος της, σε σχέση με το δολάριο, για 60 ημέρες – από τις 13 Νοεμβρίου 1998, έως τις 13 Ιανουαρίου του 1999. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους ξένους κερδοσκόπους (μεταξύ των οποίων οι G.Soros, W.Rhodes της Citigroup, J.Corzine της Goldman Sachs και D.Komansky της M.Lynch, οι οποίοι συμμετείχαν σε συζήτηση με τον υπουργό οικονομικών της Βραζιλίας ένα έτος πριν, στη Νέα Υόρκη), να αποσύρουν βιαστικά περί τα 20 δις $ από τη Βραζιλία (πηγή: M.Chossudovsky). Ουσιαστικά λοιπόν, τα πρώτα χρήματα που απέδωσε στη Βραζιλία το ΔΝΤ (18,1 δις $), χρησίμευσαν στον απεγκλωβισμό των αμερικανών κερδοσκόπων – ένα «σχέδιο Μάρσαλ» δηλαδή για τους πιστωτές και το διεθνές κεφάλαιο (κάτι μάλλον φυσιολογικό, όταν ο οποιοσδήποτε ξένος οργανισμός αναλαμβάνει το λογιστήριο ενός κράτους).

Φυσικά, η παγίδα ρευστότητας, στην οποία είχε οδηγηθεί ο ιδιωτικός τομέας της χώρας, δεν «επέτρεψε» τη μείωση των επιτοκίων των τραπεζών της (λόγω της αυξημένης ζήτησης κεφαλαίων, απέναντι σε μειωμένη προσφορά), τα οποία παρέμειναν σε επίπεδα πέριξ του 40% (η επίδραση στην οικοδομική δραστηριότητα είναι προφανής – πόσο μάλλον, αφού τα επιτόκια των καταναλωτικών δανείων κυμαίνονταν μεταξύ 150% και 250%). Βέβαια, κάτω από τέτοιες προϋποθέσεις, ήταν αδύνατον να ανταγωνισθούν οι βραζιλιάνικες επιχειρήσεις τις ξένες πολυεθνικές οι οποίες, δανειζόμενες με τα επιτόκια των χωρών προέλευσης τους, άλωσαν στην κυριολεξία όλους τους κερδοφόρους κλάδους της βραζιλιάνικης οικονομίας (οι «τοπικές» επιχειρήσεις χρεοκόπησαν η μία μετά την άλλη, υπό το βάρος των επιτοκίων).

Δυστυχώς, όπως πολλοί άλλοι υποστηρικτές του «νεοφιλελεύθερου δόγματος», έτσι και ο τότε υπουργός οικονομικών της Βραζιλίας (P.Malan), ήταν απολύτως πεπεισμένος σε σχέση με τις δυνατότητες μίας «αειφόρου» ανάπτυξης, η οποία θα ήταν το αποτέλεσμα της ολοκληρωτικής απελευθέρωσης των αγορών. Πίστευε δηλαδή ότι, εάν κατάφερνε να αντικαταστήσει πλήρως τη δημόσια, με την ιδιωτική πρωτοβουλία, επιτρέποντας στις αγορές να αναπτυχθούν αυτόνομα και ελεύθερα, η χώρα του θα μπορούσε να κατακτήσει υψηλά επίπεδα πλούτου – τα οποία, στη συνέχεια, θα αναδιανέμονταν αυτόματα (trickle down effect: “Όταν ο πλούτος φτάσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο «κορεσμού», υπέρ-ικανοποίησης δηλαδή των αναγκών των πλουσίων, τότε η αναδιανομή από τους πλούσιους στους φτωχούς ακολουθεί αυτόματα – ο πλούτος «μοιράζεται»”).

Τέλος, τα αποτελέσματα της πιστής εφαρμογής του «δόγματος» των Adam Smith & David Ricardo για τη Βραζιλία, με τη «βοήθεια» του ΔΝΤ

ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Το 2001, λιγότερο από τρία χρόνια μετά την παροχή του δανείου εκ μέρους του ΔΝΤ, στις μεγαλουπόλεις της νοτιοανατολικής πλευράς και του κέντρου της Βραζιλίας, είχε ξεσπάσει ένας απίστευτος «ταξικός» πόλεμος, ένας εμφύλιος πόλεμος δηλαδή τεραστίων διαστάσεων – με 40.000 θύματα συμπλοκών και πολυάριθμους βίαιους θανάτους. Το 90% της βίας, η οποία είχε καταλάβει τη χώρα, ήταν το αποτέλεσμα της εξτρεμιστικής φτώχειας, στην οποία είχε «υποχρεωθεί» ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού – μόλις το 10% καταλογιζόταν στο οργανωμένο, διεθνές έγκλημα.

Στο Sao Paulo, οι πάμπλουτοι επιχειρηματίες μετακινιόντουσαν μόνο με ελικόπτερα, ενώ οι απλά ευκατάστατοι πολίτες, με αλεξίσφαιρες λιμουζίνες. Ιδιωτικοί αστυνομικοί, με στρατιωτική εκπαίδευση και οπλισμό, καθώς επίσης τείχη ύψους τουλάχιστον τεσσάρων μέτρων, προστάτευαν τις πολυτελείς κατοικίες, ενώ ακόμη και η πρόσκληση επίσκεψης ενός φίλου της ανώτερης εισοδηματικής τάξης της χώρας, ισοδυναμούσε με πολεμική εκστρατεία.

Για να φτάσει δηλαδή κανείς στο σπίτι κάποιου φίλου του, για να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα ή για να εισέλθει σε κάποιον όροφο, ήταν απαραίτητη η γνώση και η χρήση μίας σειράς μυστικών κωδικών, μέσω των οποίων προστατευόταν οι χώροι διαμονής των ευκατάστατων πολιτών. Όλες οι πόρτες των σπιτιών ήταν ειδικά ασφαλισμένες, καλυμμένες με ανθεκτικά μέταλλα και πολλαπλές κλειδαριές, ενώ ακόμη και η μεσαία εισοδηματική τάξη ζούσε σε διαμερίσματα που θύμιζαν χρηματοκιβώτια (πηγή: J.Ziegler).

Το 2002, έτος χρεοκοπίας της Αργεντινής, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις της κυβέρνησης, από τα 173 εκ. των Βραζιλιάνων, τα 22 εκ. ζούσαν σε συνθήκες πλήρους εξαθλίωσης (με βάση την αντιπολίτευση 45 εκ., ενώ κατά την εκκλησία 55 εκ. πολίτες – πάνω από το 30% του πληθυσμού!). Εξαθλίωση σήμαινε χρόνιο, «βαρύ» υποσιτισμό, ο οποίος οδηγούσε στην ανικανότητα, στην πλήρη αναπηρία και στο θάνατο. Στη Βραζιλία ίσχυε τότε η παροιμία: «Η πείνα κυριαρχεί στα Βόρεια της χώρας – όχι στο Νότο, επειδή εκεί βρίσκονται τα σκουπίδια των πλουσίων».

Στο κέντρο του Sao Paulo, στα σκαλοπάτια του καθεδρικού ναού, συναντούσε κανείς εκατοντάδες φτωχούς και πεινασμένους οι οποίοι, με το άδειο βλέμμα του χρόνια άνεργου, έψαχναν απεγνωσμένα στα σκουπίδια, βυθίζοντας το κεφάλι και τα χέρια τους στις βρώμικες πλαστικές σακούλες, για να βρουν ένα κομμάτι ξερό ψωμί, σαπισμένα λαχανικά, κόκαλα ή άλλα υπολείμματα τροφών. Η ανώτερη «τάξη» της μεγαλύτερης πόλης της Βραζιλίας έγινε ακόμη πιο πλούσια, με αποτέλεσμα οι τενεκέδες των σκουπιδιών της να είναι γεμάτοι – επιτρέποντας στην πληθώρα των φτωχών να αναζητούν εκεί έναν τρόπο παραμονής τους στη ζωή.

Εκείνη την εποχή, το έτος 2001, το εξωτερικό χρέος της χώρας αντιστοιχούσε στο 52% του ΑΕΠ (στην Ελλάδα σήμερα μάλλον ξεπερνάει το 150% του ΑΕΠ), ενώ οι ληξιπρόθεσμοι τόκοι ήταν της τάξης του 9,5% επί του ΑΕΠ. Τον Αύγουστο του 2001, η κυβέρνηση της Βραζιλίας παρακάλεσε γονατιστή ακόμη μία φορά το ΔΝΤ για τη χορήγηση ενός νέου δανείου. Το αίτημα της έγινε αποδεκτό από το «συνδικάτο του διαβόλου», το οποίο της χορήγησε, για δεύτερη φορά μετά το 1998, 15 δις $ με επιτόκιο 7,5%.

Στη συνέχεια, ο υπουργός οικονομικών της Βραζιλίας εμφανίσθηκε χαρούμενος σε όλα τα ΜΜΕ, ανακοινώνοντας την «επιτυχή» έκβαση των διαπραγματεύσεων με το ΔΝΤ και ζητώντας από τους πολίτες νέες θυσίες – απαραίτητες για να ξεφύγει η χώρα από τη χρεοκοπία. Το ΔΝΤ φυσικά, απαίτησε ακόμη μία φορά μεγάλες περικοπές στις δαπάνες του προϋπολογισμού, στους τομείς της Παιδείας, και της Υγείας – οι φορολογικές ελαφρύνσεις των υψηλών εισοδηματικών τάξεων παρέμειναν ως είχαν.

Στην περίπου οκταετή «θητεία» μίας κυβέρνησης (1994-2002), αποτελούμενης χωρίς καμία αμφιβολία από τα ικανότερα άτομα της προικισμένης με τεράστιο ορυκτό και λοιπό πλούτο χώρας, εκποιήθηκε σχεδόν το σύνολο των κερδοφόρων, δημοσίων επιχειρήσεων της. Μοναδική εξαίρεση η εθνική εταιρεία Petrobras, η οποία παρέμεινε στην ιδιοκτησία του κράτους, χάρη στις τεράστιες «αμυντικές» προσπάθειες των εργαζομένων της. Η πολιτική ηγεσία της χώρας, αιτιολόγησε ως εξής τις ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων: «Οι κρατικές εταιρείες μας είναι υγιείς και εξαιρετικά κερδοφόρες. Θα χρησιμοποιήσουμε τα έσοδα από την πώληση τους, για να ελαφρύνουμε τα βάρη του λαού της Βραζιλίας, οδηγώντας τον στην ανάπτυξη».

Το αποτέλεσμα ήταν να πουληθούν πράγματι όλες οι δημόσιες επιχειρήσεις, σε σχετικά συμφέρουσες τιμές για το κράτος. Όμως, τα δισεκατομμύρια δολάρια που εισπράχθηκαν, χάθηκαν στην κυριολεξία στον αέρα. Όπως υποθέτουν οι ειδικοί, ένα μέρος από αυτά χρησιμοποιήθηκε πράγματι για να καλύψει τα «παραδοσιακά» ελλείμματα του προϋπολογισμού. Ένα άλλο μεγάλο μέρος όμως, κατευθύνθηκε στο εξωτερικό – στους ιδιωτικούς λογαριασμούς υπουργών, δικαστών, στρατιωτικών, υψηλόβαθμων δημοσίων λειτουργών και τραπεζιτών

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Νικητής των εκλογών του 2002 ανακηρύχτηκε το Εργατικό Κόμμα (Lula da Silva) – μία σημαντικότατη πολιτική αλλαγή για τη Βραζιλία. Ο πρώτος χρόνος της νέας κυβέρνησης, η οποία είχε αποδεχθεί αναγκαστικά, πριν από τις εκλογές, τη συμφωνία με το ΔΝΤ (ενώ ζήτησε νέα βοήθεια από το συνδικάτο, ύψους περί τα 30 δις $), ήταν θετικός – γεγονός που οφείλεται αφενός μεν στην τεράστια υποτίμηση του νομίσματος (σήμερα 1$ = 1,75 Real), η οποία λειτούργησε θετικά στις εξαγωγές της, αφετέρου (κυρίως) στην άνοδο των ενεργειακών τιμών (η Βραζιλία παράγει 1,5 εκ. βαρέλια πετρέλαιο ημερησίως), καθώς επίσης των μετάλλων (μόνο τα αποθέματα σιδήρου που διαθέτει, αρκούν για να καλύψουν τις παγκόσμιες ανάγκες των επομένων 500 ετών).

Σήμερα, η «προικισμένη» με τεράστιο φυσικό, ενεργειακό και ορυκτό πλούτο Βραζιλία, φαίνεται να έχει ξεφύγει από τα προβλήματα του παρελθόντος – αν και συνεχίζει να ανήκει στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, «εξασφαλίζοντας» υψηλότερα επιτόκια στους δανειστές της. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται εξωτερικά, εάν επικεντρωθεί κανείς στην «αθρόα» προτίμηση του διεθνούς επενδυτικού κεφαλαίου στο χρηματιστήριο, στα ομόλογα και στις επιχειρήσεις της (οι οποίες πλέον συνεισφέρουν ελάχιστα στα δημόσια έσοδα, ενώ ανήκουν κυρίως στους ξένους «εισβολείς» – αμερικανικές και ευρωπαϊκές πολυεθνικές).

Μόνο το προηγούμενο έτος, εισέρευσαν στη χώρα 47 δις $ ξένα κεφάλαια, εκ των οποίων το 75% τοποθετήθηκε σε μετοχές – παρά το ότι η κυβέρνηση επέβαλλε ειδικό φόρο 1,5% στις συναλλαγές, για να περιορίσει την είσοδο τους (φοβούμενη πως, όταν ενδεχομένως αποχωρήσουν ξανά μαζικά από τη χώρα, θα δημιουργήσουν ένα ακόμη, μεγαλύτερο ίσως πρόβλημα στην Οικονομία της). Ο δείκτης τιμών του χρηματιστηρίου του Sao Paulo αυξήθηκε το 2009 κατά 82% – γεγονός που σε συνάρτηση με την ανατίμηση του Real απέναντι στο Ευρώ, απογείωσε κυριολεκτικά τις αποδόσεις του κυρίαρχου του σύμπαντος: του διεθνούς κεφαλαίου.

«Πίσω από τις γραμμές» βέβαια, στο «παραπέτασμα» καλύτερα (η επιστροφή του δανείου του ΔΝΤ, καθώς επίσης οι τόκοι, κόστισαν τεράστια ποσά στη χώρα – πόσο μάλλον εάν συμπεριλάβει κανείς την υποτίμηση του νομίσματος και την «άλωση» των επιχειρήσεων), η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική. Το ποσοστό του πληθυσμού κάτω από το ελάχιστο όριο της φτώχειας, παρά την αύξηση του ΑΕΠ και την ευημερία (των ξένων «κατακτητών»), παραμένει στο 31% (2007) – με το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της να πλησιάζει μετά βίας τα 9.700 $ (30.500 $ στην Ελλάδα). Για σύγκριση, τα αντίστοιχα μεγέθη της Αργεντινής, η οποία προτίμησε τη χρεοκοπία το 2002, είναι 23,4% και 13.000 $, παρά τον ασύγκριτα μεγαλύτερο «φυσικό» πλούτο της Βραζιλίας.

Ολοκληρώνοντας, κάποιες από τις μεθόδους του ΔΝΤ, όπως τις αναλύσαμε στην περίπτωση της Βραζιλίας, είναι απλούστατες – τις εφαρμόζει άλλωστε εν μέρει η Γερμανία (στον ιδιωτικό τομέα), ενώ θα μπορούσε και η Ελλάδα μόνη της (χωρίς το ΔΝΤ), εάν φυσικά το επιθυμούσε. Για παράδειγμα, εάν 10 δημόσιοι υπάλληλοι αμείβονται με 100 €, οπότε αντιστοιχούν 10 € στον καθένα, απολύουμε τους 5 και μειώνουμε τη συνολική «δαπάνη» στα 50 €, κρατώντας για τον εαυτό μας (το ΔΝΤ ή η Ελλάδα, για τις επιχειρήσεις και τους πιστωτές) τα υπόλοιπα 50 €.

Έτσι λοιπόν, οι πέντε εναπομένοντες δημόσιοι υπάλληλοι, μοιραζόμενοι τα 50 €, παραμένουν με την ίδια αμοιβή, αλλά υποχρεώνονται (και αποδέχονται υπό το φόβο της απόλυσης) διπλές ώρες απασχόλησης. Ταυτόχρονα, από τα 50 € που «εξοικονομούμε», «επιδοτούμε» με τα 20 € τις επιχειρήσεις, ενώ με τα 30 € εξοφλούμε το δημόσιο χρέος μας. Αδιαφορούμε φυσικά για τους πέντε ανέργους, οι οποίοι καταλήγουν άστεγοι, ψάχνοντας τροφή στα σκουπίδια των πλουσιότερων πλέον επιχειρηματιών, οι οποίοι όχι μόνο επιδοτούνται, αλλά και «μιμούνται» τα «ΔΝΤ-πρότυπα» (απολύσεις και αυξημένες ώρες εργασίας, με σταθερή αμοιβή). Παράλληλα, μειώνονται οι πληθωριστικές πιέσεις στο εσωτερικό της χώρας, αφού ο κλιμακούμενος αριθμός των ανέργων «περιορίζει» τη ζήτηση.

ΤΟ ΔΙΔΑΓΜΑ ΤΗΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ

Κατά την άποψη μας, καμία χώρα πλέον δεν μπορεί να αντισταθεί μόνη της (εκτός «αλληλέγγυων» διακρατικών ενώσεων, αποδεδειγμένης συνοχής και μεγέθους), στις κλιμακούμενες, συνεχείς επιθέσεις του αχόρταγου, διεθνούς κεφαλαίου – έτσι όπως αυτές «ενορχηστρώνονται», με τη βοήθεια των οικονομικών και λοιπών «εργαλείων μαζικής καταστροφής» που διαθέτει (εταιρείες αξιολόγησης, Hedge funds, ελεγκτικές επιχειρήσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις, μυστικές υπηρεσίες, ΔΝΤ, Παγκόσμια τράπεζα, πολυεθνικοί γίγαντες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, CDS, spreads, Wall Street κλπ).

Ενδεχομένως ούτε καν η Ευρωπαϊκή Ένωση, στη σημερινή της «μη συνεκτική» και μη «αλληλέγγυα» μορφή – πόσο μάλλον όταν σχεδόν όλα τα κράτη-μέλη της είναι ουσιαστικά υπερχρεωμένα, ενώ ταυτόχρονα οι Ευρωπαίοι Πολίτες είναι αντιμέτωποι με τον εφιάλτη μίας παγκόσμιας αναδιανομής εισοδημάτων, τεραστίων διαστάσεων.

Όπως φαίνεται λοιπόν, η μοναδική δυνατότητα «επιβίωσης» των κρατών που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως υπερδυνάμεις, στις συνθήκες της σημερινής παγκοσμιοποίησης, είναι η ειρηνική «συμβίωση» τους – στα πλαίσια διακρατικών ενώσεων ανεξάρτητων μεταξύ τους χωρών, οι οποίες βέβαια στοχεύουν στη μεσοπρόθεσμη, πολιτική ολοκλήρωση τους.

Όμως, η απαιτούμενη «ειρηνική συμβίωση», πόσο μάλλον η Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί, όσο υπάρχουν κράτη που επιδιώκουν έναν ηγεμονικό ρόλο, «εμβολίζοντας» κρυφά τα θεμέλια του «κοινού οικοδομήματος» – με τη βοήθεια ακόμη και του σκόπιμου «διασυρμού», όλων όσων δεν υποτάσσονται στις κυριαρχικές τους «βλέψεις». Επίσης όχι, όσο κάποια άλλα κράτη, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία κλπ, δεν σέβονται τις υποχρεώσεις που, καλώς ή κακώς, έχουν αναλάβει, θέτοντας σε κίνδυνο το κοινό νόμισμα.

Από την άλλη πλευρά, δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς να πληρώνουν οι Πολίτες τυχόν αδικαιολόγητα σφάλματα των ηγετών τους – πόσο μάλλον των δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων τους. Για παράδειγμα, είναι κατά την άποψη μας άδικο να υποχρεώνονται οι Ιρλανδοί να πληρώσουν τα λάθη των τραπεζών τους, αναλαμβάνοντας επισφάλειες της τάξης των 80 δις €. Το ίδιο ισχύει για τους Ισλανδούς, όπως και για τους Γερμανούς, οι οποίοι «ανέλαβαν» εκατοντάδες δισεκατομμύρια χρέη – κυρίως μερικών τραπεζών των επί μέρους ομοσπονδιακών κρατιδίων, οι οποίες διοικούνταν «ασύδοτα» από δημόσιους «λειτουργούς» (ενδεχομένως, ο διασυρμός της Ελλάδας χρησιμοποιείται για αποπροσανατολισμό των Γερμανών Πολιτών, από τις «ατασθαλίες» των δικών τους πολιτικών).

Στο παράδειγμα της Ελλάδας, η οποία οδηγήθηκε από τους «πολιτικούς» της (δημόσιες υπηρεσίες, δήμοι, νομαρχίες κλπ), σε άριστη συνεργασία με «γηγενείς» και ξένους «διαφθορείς», στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, δεν μπορεί επίσης να αναμένει κανείς την επιβάρυνση των Πολιτών της, μέσω της υπερφορολόγησης τους – πόσο μάλλον μέσω της «δήμευσης» ουσιαστικά της ιδιωτικής τους περιουσίας, «μακράν» από τους βασικούς κανόνες της Ελεύθερης Αγοράς (ο όρος «δήμευση» χρησιμοποιείται εδώ, επειδή μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηρισθεί η φορολόγηση εκείνης της ακίνητης περιουσίας, η οποία δεν παρέχει έσοδα, καθώς επίσης η επιβάρυνση με τεκμήρια διαβίωσης, με εισφορές ή όποια άλλη ανάλογη).

Περαιτέρω, εάν οι Ευρωπαίοι δεν επιθυμούν τη διαμονή τους σε «οχυρά» που να μοιάζουν με χρηματοκιβώτια (οι πλούσιοι πολίτες – οι πλεονασματικές χώρες), ή την αναζήτηση τροφής στα σκουπίδια (οι φτωχοί – οι ελλειμματικές χώρες), επιτρέποντας στο διεθνές κεφάλαιο και στους «συνοδοιπόρους» του να αλώσουν τα κράτη τους, οφείλουν να αντισταθούν ενεργητικά – δείχνοντας αλληλεγγύη, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες που τους αναλογούν, αντιδρώντας στις «ειρηνικές διεισδύσεις», μηδενίζοντας τη διαπλοκή/διαφθορά, παράγοντας πλούτο και αλληλοβοηθούμενοι, έτσι ώστε να ξεπεράσουν σταδιακά, αλλά όλοι μαζί, τα προβλήματα.

Οι εμπειρίες της Βραζιλίας από το ΔΝΤ, τις οποίες περιληπτικά αναφέραμε, έχουν σκοπό να αναδείξουν το είδος της «βοήθειας» που προσφέρεται από τον «κατά συρροή δολοφόνο», όπως συχνά αποκαλείται ο «οργανισμός». Επίσης, τα αποτελέσματα της «βοήθειας» για τον «άμαχο πληθυσμό» – έτσι ώστε να γίνουν περισσότερο κατανοητές οι «ιδιαιτερότητες» της.

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, θεωρούμε ότι όλοι οι Πολίτες της οφείλουν να ενεργήσουν με έναν τέτοιο τρόπο, ο οποίος δεν θα απαιτεί εξωτερική βοήθεια από κανέναν – ούτε από το ΔΝΤ, ούτε από την ηγεμονική δύναμη της Ευρωζώνης, η οποία αποδυνάμωσε σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, «υπηρετώντας» σταθερά και απαρέγκλιτα την, ουσιαστικά ανάλογη του ΔΝΤ, στρατηγική τής «ειρηνικής διείσδυσης».

Η χώρα μας, ευρισκόμενη σε μία πολύ δύσκολη οικονομική κατάσταση, πολύ πιο επικίνδυνη από αυτήν που αντιμετώπισε η Βραζιλία, έχει ένα μοναδικό ίσως «όπλο» το οποίο, αφενός μεν την οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αφετέρου δε μπορεί να βοηθήσει τα μέγιστα στη διάσωση της: τη συμμετοχή της στο χώρο του Ευρώ (η Βραζιλία, εκτός της ζώνης του Ευρώ, χρεοκόπησε με δημόσιο χρέος κάτω από το 50% του ΑΕΠ της – ποσοστό ελάχιστο, σε σύγκριση με το 120% του δικού μας χρέους επί του ΑΕΠ).

Έτσι λοιπόν, μόνο η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, σε συνάρτηση με τη λήψη ουσιαστικών μέτρων εξυγίανσης της Οικονομίας της, χωρίς εξεγέρσεις και διαμαρτυρίες εκ μέρους των Πολιτών της, αλλά και χωρίς καταστροφικούς φόρους που θα οδηγούσαν σε μία ύφεση διαρκείας, μπορεί να της εξασφαλίσει ένα υποφερτό μέλλον – χωρίς να αναγκασθεί να υποδουλωθεί στη Γερμανία ή να αλωθεί από το διεθνές κεφάλαιο, να εκποιήσει τη δημόσια περιουσία της ή να εγκλωβισθεί για πολλές δεκαετίες στα «δίχτυα της αράχνης» (ΔΝΤ).

Ενδεχομένως η έκδοση εθνικών ομολόγων που από καιρό συζητείται, ομόλογα που, «ενεχυριαζόμενα» από τους αγοραστές τους για τη λήψη δανείων από τις ελληνικές τράπεζες, με στόχο φυσικά τις παραγωγικές επενδύσεις, θα μπορούσαν να πολλαπλασιάσουν το «κυκλοφορούν κεφάλαιο» (για τους ιδιώτες θα σήμαιναν υψηλότερες των επιτοκίων αποδόσεις, οι οποίες θα παρέμεναν εντός της χώρας -, αυξάνοντας τα εισοδήματα και εξ αυτών την κατανάλωση), είναι μία από τις λύσεις που έχει η Ελλάδα στη διάθεση της.

Η επαναφορά του «θέματος» της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, σε μία νέα σύνοδο κορυφής της Κομισιόν (με στόχο την εξασφάλιση της στήριξης της ΕΕ και όχι μόνο του ΕΕ2, της Γερμανίας και της Γαλλίας δηλαδή – φυσικά χωρίς τη συμμετοχή του ΔΝΤ), θα ήταν επίσης μία ενέργεια – όπως ίσως η «επαναδιαπραγμάτευση» των ληξιπρόθεσμων δανείων και τόκων, έτσι ώστε να αντικατασταθούν με ομόλογα που θα λήγουν αργότερα.

Οι υπόλοιπες δυνατότητες της χώρας μας είναι ακόμη υπαρκτές, χωρίς όμως να επιτρέπεται το παραμικρό λάθος και η ελάχιστη καθυστέρηση εκ μέρους τόσο της κυβέρνησης, όσο και του συνόλου των πολιτών της – ειδικά των συνδικαλιστικών οργανώσεων της.

Στόχος όλων των Ελλήνων οφείλει να είναι η παραγωγή πλούτου, χωρίς την οποία είναι πλέον αδύνατον να αντιστραφεί η «τάση». Στόχος της κυβέρνησης πρέπει να είναι η παραμονή μας στην Ευρωζώνη, ο επιμερισμός «υλικών» ευθυνών σε εκείνους τους «πολιτικούς» και λοιπούς δημόσιους «λειτουργούς» που μας οδήγησαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, καθώς επίσης η αποφυγή του ΔΝΤ «πάση θυσία» – το αντίθετο θα της (μας) καταλογιζόταν σαν μία τεραστίου μεγέθους εγκληματική ενέργεια εις βάρος της Ελλάδας.

Βασίλης Βιλιάρδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΑΚΜΗ βοτανική θεραπευτική προσέγγιση

  Με σχεδόν 2 τετραγωνικά μέτρα επιφάνεια, το δέρμα είναι το μεγαλύτερο όργανο του σώματός μας. Είναι το προστατευτικό τοίχος του οργανισμού...