Ακόμη μια
επίδειξη «φιλαλήθειας» από τον κ. Σαμαρά στην ΔΕΘ. «Η χώρα μας βρίσκεται στο
πιο κρίσιμο σημείο της πιο σοβαρής δοκιμασίας που αντιμετώπισε ποτέ τις
τελευταίες δεκαετίες. Το πρώτο, λοιπόν, που θέλω να σας πω είναι ότι στις
μεγάλες δοκιμασίες βγαίνουν νικητές όσοι δεν φοβούνται την αλήθεια! Ξέρετε,
η αλήθεια πληγώνει καμιά φορά. Αλλά και η αλήθεια φωτίζει. Η αλήθεια δυναμώνει.
Η αλήθεια ωριμάζει και οπλίζει όσους
θέλουν να αλλάξουν τη μοίρα τους. Βρίσκομαι, λοιπόν, εδώ μπροστά σας για να σας
πω την αλήθεια, αλλά και για να αναφερθώ στο σχέδιό μας, να βγούμε από την
κρίση το συντομότερο δυνατόν.» Τάδε έφη ο κ. Σαμαράς ως άλλος γκουρού της
εσχάτης υποστάθμης. Οι επικοινωνιολόγοι που του έγραψαν την ομιλία θεώρησαν ότι
αν μέσα σε 5 προτάσεις αναφέρουν 6 φορές την λέξη αλήθεια, οι ακροατές του θα
μείνουν με το στόμα ανοιχτό και θα πουν, «ναι, ρε συ, αυτός μας λέει την
αλήθεια.»
Αυτά βέβαια μπορεί
να ισχύουν σε αμερικανάκια, αλλά εδώ ο Έλληνας γνωρίζει πολύ καλά ότι αν ένας
πρωθυπουργός του υπόσχεται να του πει την αλήθεια, τότε ετοιμάζεται να του
σερβίρει το πιο χυδαίο ψέμα. Άλλωστε την αλήθεια υπηρέτησαν όλοι οι
εθελόδουλοι, υποτακτικοί και δοσίλογοι πρωθυπουργοί της Ελλάδας. Την αλήθεια
και την πατρίδα.
Πριν πολλά χρόνια
και συγκεκριμένα το 1948, ένας από τους καταδικασμένους σε ισόβια δοσίλογους
πρωθυπουργούς της ναζιστικής κατοχής, ο Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, ναζί εκ
πεποιθήσεως ο ίδιος, εξέδωσε μέσα από την φυλακή ένα βιβλιαράκι με τον
προκλητικό τίτλο, «Ιδού η Αλήθεια». Το βιβλιαράκι αυτό επεδίωκε να πει την
αλήθεια με τον ίδιο τρόπο που θέλει να την πει κι ο Σαμαράς.
Ο Λογοθετόπουλος υπηρέτησε
πρώτα την κυβέρνηση δωσίλογων του Τσολάκογλου ως υπουργός και έπειτα ανέλαβε
πρωθυπουργός. Γιατί το έκανε αυτό; Σύμφωνα με τον ίδιο δεν τον παρακίνησε η
πολιτική φιλοδοξία, διότι είχε απορρίψει ανάλογες προτάσεις από τον Ι. Ματαξά
(1927) και τον Π. Τσαλδάρη (1933). «Ήτο όμως κατά τας ανιστορήτους εκείνας
τραγικάς στιγμάς επιτακτική ανάγκη να σωθή από την καταστροφήν ότι ήτο δυνατόν
να περισωθή και να ανακουφισθή ο Ελληνικός Λαός από το βάρος της επερχόμενης
αφορήτου δουλείας και δυστυχίας. Δια τούτο εδέχθην εν τέλει την πρότασιν του
στρατηγού Τσολάκογλου, αν και είχον πλήρη συναίσθησιν των πολλαπλών ευθυνών, ας
ανελάμβανον και των θυσιών, εις τας οποίας θα υπέβαλλον εμαυτόν δια της
αποδοχής μου ταύτης. Το έθνος όμως είχεν ανάγκην των υπηρεσιών των τέκνων του.
Έπρεπε να ευρεθούν άνθρωποι, οι οποίοι να θυσιάσουν συνειδητά τον εαυτόν των υπέρ
αυτού κατά την δεινοτέραν περίοδον της μακρίαωνος ιστορίας του.»[1]
Δεν σας θυμίζει
Σαμαρά, Βενιζέλο και Κουβέλη; Κι αυτοί ανέλαβαν τον σταυρό του μαρτυρίου για το
καλό της Ελλάδας και του ελληνικού λαού. Σ’ αυτές τις τόσο κρίσιμες στιγμές
θυσιάζουν τον εαυτό τους προκειμένου να σωθεί από την καταστροφή η πατρίδα.
Πόσες και πόσες φορές δεν ακούμε σήμερα τα ίδια και τα ίδια από τους
κυβερνώντες; Δεν είναι αυτοί που υπηρετώντας ως δωσίλογοι σπέρνουν την
καταστροφή στον τόπο και τον λαό του, αλλά αυτοί είναι που προσπαθούν να τον
σώσουν. Δεν είναι αυτοί και οι φίλοι τους που κερδίζουν από το αίμα του
ελληνικού λαού, αλλά είναι αυτοί που τα δίνουν όλα για την πατρίδα. Δεν είναι
οι πάνω από 1,2 εκατομμύριο άνεργοι, οι εκατοντάδες χιλιάδες κατεστραμμένοι
μικρομεσαίοι και ελευθεροεπαγγελματίες, ούτε οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι
που θυσιάζονται στο Μόλωχ του κέρδους και του «ισχυρού νομίσματος», αλλά αυτοί
που μας κυβερνάνε είναι που θυσιάζονται για την καλή τους την καρδιά και την
αμέριστη φιλοπατρία τους.
Όπως ακριβώς κι ο
Λογοθετόπουλος. Η ίδια φιλοπατρία τους χαρακτηρίζει. Η ίδια διάθεση για θυσία
και προσφορά στον Ελληνικό Λαό.
Βέβαια, το
δικαστήριο των δωσίλογων το 1945 καταδίκασε σε ισόβια τον Λογοθετόπουλο για την
συμμετοχή του στις κυβερνήσεις της κατοχής, τις οποίες έκρινε ως πράξη εσχάτης
προδοσίας. Μάλιστα και μόνο ο σχηματισμός τους συνιστούσε πράξη εσχάτης
προδοσίας. Ο Λογοθετόπουλος απατώντας στις αιτιάσεις αυτές θεωρεί ότι η «γνώμη»
του δικαστηρίου είναι «τουλάχιστον αφελής, διότι ποίος υπάλληλος θα είχε την
τόλμην και το κύρος να διεξάγη εκ του συστάδην τραχείς και οξείς αγώνας προς
τους αγερώχους κατακτητάς, να αντιμετωπίζη σθεναρώς και αποφασιστικώς τα
καθημερινώς αναφυόμενα περίπλοκα ζητήματα και να ανθίσταται τελεσφόρως εις τας
πιεστικάς ποικίλας απαιτήσεις των κάλλιον ημών και εις μείζονα βαθμόν;»[2]
Με άλλα λόγια οι δωσίλογοι ανέλαβαν την διακυβέρνηση για να διαπραγματευτούν
σκληρά και σθεναρά με τον κατακτητή υπέρ του ελληνικού λαού. Κι αυτοί για να
διαπραγματευτούν με τον κατακτητή πήγαν, όπως έκανε κι ο Σαμαράς μαζί με
ολόκληρη την συμμορία του ευρώ σε δεξιά και αριστερά.
Υπήρχε κι ένας
ακόμη λόγος που ανέλαβαν οι κυβερνήσεις των δωσιλόγων. «Καθ’ ημάς η κατάστασις
θα ήτο απείρως χείρων υπό την διακυβέρνησιν Γκαουλάιτερ, καθ’ ότι ουδέποτε, το
οιονδήποτε ενδιαφέρον τούτου και αν δεχθώμεν υπέρ του Ελληνικού λαού, υα έφθανε
ποτέ το των Ελλήνων κυβερνώντων τοιούτον.»[3]
Με άλλα λόγια αν δεν ήταν οι κυβερνήσεις των δωσίλογων και κυβερνούσε μόνος του
ο ναζί Γκαουλάιτερ, θα ήταν πολύ χειρότερα τα πράγματα για τον ελληνικό λαό.
Αυτή είναι η μόνιμη δικαιολογία όλων των δωσίλογων πολιτικών: χωρίς εμάς και τα
εγκλήματά μας τα πράγματα θα ήταν χειρότερα για όλους εσάς.
Πόσο χειρότερα; Θα
το δούμε πιο κάτω. Όμως πριν, αξίζει τον κόπο να αναφέρουμε ότι ο Λογοθετόπουλος,
όπως και οι άλλοι δωσίλογοι πρωθυπουργοί, καταδικάστηκαν γιατί συνέπραξαν στην
οικονομική λεηλασία της χώρας από τους κατακτητές. Αυτή η οικονομική λεηλασία πήρε
την μορφή των πληθωριστικών κατοχικών δραχμών, των «προκαταβολώ», ένα είδος
φορολογίας υπέρ των κατακτητών, το κατοχικό δάνειο, την ληστεία της Τραπέζης της
Ελλάδος, κοκ. Ένα από τα πολλά ατοπήματα του δικαστηρίου των δωσίλογων είναι ότι
ο κατακτητής είχε δικαίωμα να τα κάνει όλα αυτά, αλλά μόνο για την συντήρηση
των δυνάμεων κατοχής της Ελλάδας. Καταδίκασε, δηλαδή, μόνο την «υπερβολή». Απ’
αυτό πιάνεται ο Λογοθετόπουλος και γράφει: «Χαίρομεν ιδιαιτέρως διότι και δια
δικαστικού εγγράφου πιστούται το δυνάμει διεθνών συνθηκών νόμιμον κατά βάσιν
δικαίωμα του Κατακτητού, δια τας μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος διενεργηθείσας
υπ’ αυτού χρηματικάς αναλήψεις και τούτο εις πείσμα της ολεθρίας και ψευδολόγου
προπαγάνδας ήτις καθ’ όλην την μακράν κατοχικήν περίοδον, εξεφώνει εις όλην την
κλίμακα του διαπασών εκκωφαντικώς, δια τους αφελείς και μωροπίστους, δια των
ραδιοφώνων και διαφόρων φυλλαδίων, ότι αι Κυβερνήσεις κατοχής εσκεμμένως και εκ
δολίας προαιρέσεως παρέδιδον τα πάντα εις τον εχθρόν, - χρήματα, -τρόφιμα,
-σιδηροδρόμους, -αυτοκίνητα, -πλοία, -ρδιόφωνα, κτλ.»[4]
Από την δίκη των δωσίλογων
το 1945 απουσίαζε το σύνολο της Εθνικής Αντίστασης, η οποία ήταν υπό διωγμό τότε.
Η αναγνώριση του δικαιώματος του κατακτητή να αντλεί τα μέσα συντήρησής του από
την κατεχόμενη χώρα, στην βάση εντελώς παρωχημένων συνθηκών, γινόταν για έναν
και μόνο λόγο: να μην επιτραπεί η διεκδίκηση πολεμικών και άλλων επανορθώσεων
από τον κατακτητή. Άλλωστε αυτή την δικαιολογία χρησιμοποιεί μέχρι σήμερα η
γερμανική πλευρά για την μη καταβολή του κατοχικού δανείου, αλλά και των
αναγνωρισμένων πολεμικών αποζημιώσεων προς την Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, η
αναγνώριση αυτή του δικαιώματος του κατακτητή έδινε το πάτημα στους δωσίλογους
να πουν ότι επέτρεψαν την λεηλασία, τους φόρους, τις δημεύσεις, τις επισχέσεις,
κοκ από τις δυνάμεις κατοχής γιατί ήταν «διεθνής υποχρέωση» των κυβερνήσεων της
κατοχής. Ήταν μια από τις «διεθνείς υποχρεώσεις» των δωσίλογων της ναζιστικής
κατοχής με τον ίδιο τρόπο που είναι «διεθνής δέσμευση» του Σαμαρά και της συμμορίας
του ευρώ τα εξοντωτικά πακέτα μειώσεων και περικοπών, οι ιδιωτικοποιήσεις και
το ξεπούλημα εν γένει.
Βέβαια, η αλήθεια
βρίσκεται στους 300 χιλιάδες νεκρούς μόνο από τον πρώτο χειμώνα του λοιμού
41-42. Στις πάνω από 600 χιλιάδες αθώα θύματα της κατοχής. Στο 92% της χώρας
που λεηλατήθηκε και καταστράφηκε από τις δυνάμεις κατοχής. Η μεγάλη πλειοψηφία
του ελληνικού λαού αντέδρασε μέσα από την εθνική αντίσταση.
Αντίθετα ο Λογοθετόπουλος,
αυτός ο πατριώτης που θυσιάστηκε για τον ελληνικό λαό, με το που μπήκαν οι
Γερμανοί στην Αθήνα στις 27 Απριλίου 1941 έτρεξε από τους πρώτους στην πρεσβεία
των ναζί να χαιρετήσει τον Γερμανό πρέσβη για την «επιτυχία των γερμανικών όπλων».
Λίγες ημέρες αργότερα διορίσθηκε αντιπρόεδρος και υπουργός Προνοίας και
Παιδείας στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση του Τσολάκογλου. Στα τέλη του 1942
αναβαθμίστηκε σε πρωθυπουργό. Η κυβέρνησή του ανέλαβε να επιστρατεύσει έλληνες
που θα πολεμούσαν ως εθελοντές στο Ρωσικό Μέτωπο, ή θα εργάζονταν ως δούλοι σε γερμανικά εργοστάσια.
Και τα δύο σχέδια απέτυχαν χάρη στην μαζική λαϊκή αντίσταση. Οι ναζί τον θεώρησαν
αποτυχημένο πρωθυπουργό και τον Απρίλιο του 1943 τον αντικατέστησαν με τον Ιωάννη
Ράλλη προκειμένου να αντιμετωπίσουν την ισχυροποίηση του ΕΑΜ με την ίδρυση των
Ταγμάτων Ασφαλείας.
Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε ότι οι συνεργάτες των ναζί
δεν διέφεραν σε τίποτε ως προς την κτηνωδία που επεδείκνυαν απέναντι στον
ελληνικό λαό. Υπήρξαν περιπτώσεις τόσο άγριας καταπίεσης και ληστοσυμμορίτικης
δράσης από μαυραγορίτες και ντόπιους συνεργάτες των ναζί, που ο δοκιμαζόμενος
λαός μέσα στην απελπισία του αναζήτησε, όταν δεν είχε που αλλού να στραφεί,
καταφύγιο στην κομαντατούρ.
Πάλι καλά. Γιατί
αν δεν είχε ο Ελληνικός λαός τέτοιους πατριώτες όπως τους Τσολάκογλου, Λογοθετόπουλο,
Ράλλη και το συνάφι τους, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα. Πόσο χειρότερα; Όσο
χειρότερα θα γίνουν αν δεν ακολουθήσουμε σαν πρόβατα επί σφαγή τον Σαμαρά και
την συμμορία του ευρώ. Τελικά, μόνο ο Γ. Σουρής μπορεί να εκφράσει με ακρίβεια
και περιεκτικότητα την κατάσταση που ζούμε: «Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε
πως σωθήκαμε, μα μόλις φύγει βλέπουμε πως αποσκατωθήκαμε.»
Σχόλιο της Ημέρας, 10/9/2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου