Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Κίστος

Τι ξέρετε για τον κίστο;
Οδύσσεια του Καζαντζάκη
ΑΠΟ ΤΗ ΡΑΨΩΔΙΑ Ε'
Ν' αρχίσει ο γάβρος σφέρδουκλας 
ν' ανθεί κι ο λάδανος να ιδρώνει
κι η πετροπέρδικα να φτερουγάει,
να κακαρίζει ο λόγγος!

Αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό φυτό, ενδημικό του ελληνικού χώρου που φύεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως στην Κρήτη.
Είναι μικρός αειθαλής φρυγανώδης θάμνος, που ευδοκιμεί σε δροσερές ημιορεινές περιοχές, σε φτωχά ξηρικά και ασβεστώδη εδάφη και σχηματίζει αραιές ή πυκνές συστάδες. Ο βλαστός και τα φύλλα του παράγουν βαλσαμώδες ρητινικό έκκριμα, γνωστό από τα παλιά χρόνια σαν αλάδανος ή λάδανο ή λάβδανο.
Ο μύθος και η ιστορικές αναφορές
Ο αλάδανος αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (το 500π.χ.)
Ο Διοσκουρίδης (1ος αιώνας μ.Χ.), «πατέρας της φαρμακολογίας», ιατρός και βοτανολόγος του Ρωμαϊκού Στράτου, δίνει μια λεπτομερή περιγραφή του τρόπου συλλογής του λάβδανου, από τα γένια και τα πόδια των τράγων και των κατσικιών πάνω στα οποία κολλά, αλλά και με ένα εργαλείο με σχοινιά όπως γίνεται και σήμερα. Στο έργο του, Περί ύλης ιατρικής αναφέρει : "Ένιοι δε και σχοινία επισύρουσι τοις θάμνοις και το προπλασθέν αυτοίς λίπος αποξύσαντες αναπλάσσουσιν". Αυτή η περιγραφή του Διοσκουρίδη αποδεικνύει τον τρόπο συλλογής του λάβδανου εδώ και αιώνες με σχοινιά που τα σέρνουν πάνω στους θάμνους για να μαζέψουν το αρωματικό ρητινώδες υλικό που το αποξέουν και το αναπλάθουν, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα από τους κατοίκους του ορεινού χωριού Σίσσες Μυλοποτάμου Ρεθύμνης

.
Ο Ρωμαίος ιατρός Celsus (25π.Χ. - 25μ.Χ.), αναφέρει τη χρησιμοποίηση της ρητίνης της αλαδανιάς, ως έμπλαστρο σε κακοήθη σαρκώματα.
Ο Αέτιος ο Αμιδηνός (από την πόλη Αμίδη της Μεσοποταμίας, αναφέρει ότι το λάδανον χρησιμοποιείται σαν πεσσός (υπόθετο) για σκληρούς όγκους στη μήτρα.
Ο Ορειβάσιος, διαπρεπής Βυζαντινός ιατρός, που έζησε τον 4ο αιώνα, παρασκεύαζε αλοιφή με λάδανο κατά της τριχόπτωσης.
Ο Πέρσης ιατρός Αβικέννας, (η σημαντικότερη ίσως φυσιογνωμία της αραβικής ιατρικής που έζησε στην Περσία (980-1037 μ.χ.), ο οποίος ασχολήθηκε εκτεταμένα με την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, αναφέρει τη χρήση του λαδάνου για την αποσκλήρυνση του στομάχου και εντέρου και με τη μορφή αλοιφής για τη θεραπεία του σπλήνα.
Περιηγητές και βοτανολόγοι, όπως ο Pierre Belon (1517-1564) και ο Joseph Pitton de Tournefort, που πέρασαν από την Κρήτη, ακολουθώντας τα χνάρια των αρχαίων βοτανολόγων (Διοσκουρίδη), αναφέρθηκαν στο φυτό αλαδανιά και στον τρόπο συλλογής του με αναλυτικό τρόπο.
Βοτανικά χαρακτηριστικά – εξάπλωση
Οικογένεια : Cistaceae
Γένος : Cistus
Είδος : creticus spp. Creticus
Η οικογένεια των Cistaceae (Κιστιδών) περιλαμβάνει 7 γένη και 160 περίπου είδη, φυτά των παραμεσογείων χωρών και της Αμερικής από τα οποία αυτοφυές στην Ελλάδα είναι το γένος Cistus με 5 αυτοφυή είδη. Αυτά ζουν σε ξηρές περιοχές και καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις οι οποίες ονομάζονται κιστώνες. Είναι φυτά ποώδη, θάμνοι πολύκλαδοι πάνω από ένα μέτρο ύψος, με φύλλα συνήθως κυματοειδή, απλά αδιαίρετα, αντίθετα η κατ' εναλλαγή με παράφυλλα, απλές τρίχες αστεροειδείς η σε δέσμες. Όλα τα είδη Cistus χαρακτηρίζονται σαν πυρόφυτα λόγω της ιδιότητας τους να διεγείρεται το φύτρωμα των σπερμάτων τους και να κατακυριεύουν εκτάσεις αμέσως μετά την πυρκαγιά. To φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα σπέρματα τους καλύπτονται από μια αδιάβροχη μεμβράνη η οποία με την έκθεση τους σε υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς, διαρρηγνύεται επιτρέποντας την απορρόφηση νερού και το φύτρωμα του σπόρου, ενώ χωρίς τη φωτιά η καταστροφή της μεμβράνης γίνεται με βραδύ ρυθμό με την επίδραση των μικροοργανισμών του εδάφους.
Έχουν άνθη είναι μεγάλα, λευκά, ρόδινο-μαβιά η ερυθρά, αρρενοθήλεα, ακτινωτά με τρία η και περισσότερα σέπαλα, πέντε η σπανίως τρία πέταλα, τα οποία γρήγορα αποσπώνται και δίνουν την εντύπωση απετάλων ανθέων. Οι στήμονες είναι πολλοί και φύονται από την ανθοδόχη. Καρπός, κάψα.
Το φυτό Cistus creticus spp. Creticus (Κίστος ο Κρητικός), είναι ενδημικό του ελληνικού χώρου, που φύεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας αλλά κυρίως στην Κρήτη όπου ανθεί από Μάρτιο - Ιούνιο. Η ρίζα του είναι πολύ σκληρή, ξυλώδης, λευκή εσωτερικά, κοκκινωπή εξωτερικά, με πολλά τριχοειδή ριζίδια. Οι βλαστοί του είναι τραχείς, διηρημένοι σε πολλούς κοκκινοπούς κλώνους οι πιο τρυφεροί από τους οποίους είναι τριχωτοί με χρώμα λευκοπράσινο. Τα φύλλα του φυτού είναι αντίθετα, ωολογχοειδή με κυματώδη κράσπεδα, τριχωτά, νευρώδη στην άνω επιφάνεια και γυρισμένα προς την βάση με χρώμα βαθυπράσινο. Τα άνθη είναι πορφυρά όμορφα σαν ρόδα φύονται δε στις κορυφές των τρυφερών κλώνων. Η στεφάνη του άνθους έχει πέντε πέταλα στρογγυλά, πλατιά και μακριά. Ο κάλυκας των ανθέων είναι διηρημένος σε πέντε ωοειδή σέπαλα καλυπτόμενα από μακριές αστεροειδείς τρίχες. Ο καρπός είναι ωοειδής κάψα, σκληρή, μελανή, γεμάτη από κόκκινα σπέρματα.
Aλάδανος ή λάβδανο
Το λάβδανο ή ο αλάδανος είναι μια αρωματική ρητίνη με έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες η οποία μαζεύεται από τα φύλλα του παραπάνω φυτού. Η ρητίνη αυτή έχει μεγάλη ιστορία. Ο Διοσκουρίδης αναφέρει : «Το λάδανον δύναμιν έχει θεραπευτικήν, μαλακτικήν, ανα-στομωτικήν, ίστησι δε τας ρέουσας τρίχας μιγέν οίνω και σμύρνη και μυρσινίω ελαίω, ουλάς τε ευπρεπεστέρας ποιεί μετ' οίνου καταχριόμενον και ωταλγίας μεθ' υδρομέλιτος ή ροδίου εγχεομένου θεραπεύει, υποθυμιάται δε και προς δευτέρων εκβολάς και σκληρίας θεραπεύει τας εν μήτρα εν πεσσώ μιγέν, και ταις ανωδύνοις και βηχικάς και μαλάγμασι χρησίμως μείγνυται κοιλίαν τε ίστησι συν οίνω παλαιώ ποθέν, έστι δε και αρνητικόν».
Από την πανάρχαια εποχή μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα χρησιμοποιούνταν και ως φαρμακευτική ουσία, (gummi ladanum), εναντίον των λοιμών της χολέρας, ως αρωματική ουσία για θυμιάσεις, αλλά και στην ταρίχευση των νεκρών.
Η συλλογή του λάβδανου γίνεται με τον εξής τρόπο: τις πιο ζεστές ώρες της ημέρας με ένα είδος τσουγκράνας που τα δόντια της είναι από δέρμα, σβαρνίζουν ανάμεσα από τα φυτά. Το λάβδανο έχει χρώμα σκούρο καφετί, είναι αρωματικό και με πικρή γεύση και χρησιμοποιείται εκτός των άλλων για την παραγωγή αιθέριου ελαίου με διαπεραστικό άρωμα.
H συλλογή απαιτεί επίπονη εργασία και η ημερήσια απόδοση κυμαίνεται από 0.5-1Kg. To ποσό της ρητίνης το οποίο παράγεται στα φύλλα εκτός από την εποχιακή του διακύμανση ποικίλει και από περιοχή σε περιοχή λόγω περιβαντολλογικών η και γενετικών παραγόντων και κυμαίνεται από 1.5-15% ξηρού βάρους φύλλων. Oι ποσότητες που συλλέγονται εξάγονται στις Αραβικές κυρίως χώρες όπου χρησιμοποιούνται σαν θυμίαμα, αλλά και για την απολύμανση των εσωτερικών χώρων, όπως πιστεύεται.
Στο υποείδος eriocephalus το αντίστοιχο ποσοστό είναι πάντα μικρότερο του 1% και το ποσοστό των αδενωδών τριχών πάνω στην επιφάνεια των φυτών είναι πολύ μικρότερο από ότι στο creticus. Tα φύλλα παρουσιάζουν έντονο εποχιακό διμορφισμό έχοντας μεγαλύτερη επιφάνεια τον Χειμώνα-Ανοιξη και μικρότερη Καλοκαίρι Φθινόπωρο. H αναβλάστηση παρατηρείται ένα μήνα μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές.

' Όταν γυρίζει ο αλάδανος τ'αχτένιστο κεφάλι του'' Οδυσσέας Ελύτης, ‘ Ηλιος ο πρώτος.
''Ν' αρχίσει ο γάβρος σφέρδουκλας/ ν' ανθεί κι ο λάδανος να ιδρώνει/ κι η πετροπέρδικα να φτερουγάει/ να κακαρίζει ο λόγγος!'' Καζαντζάκης, Οδύσσεια.

Η λαδανιά (κν. λαδανιά, αλαδανιά, αγκίσαρος για το είδος που φυτρώνει στην Κρήτη) είναι αρωματικό, φαρμακευτικό και μελισσοτροφικό φυτό, ενδημικό του ελληνικού χώρου που φύεται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και κυρίως στην Κρήτη και στην Κύπρο.
(για ολόκληρο το κείμενο πατήστε κλικ στο ''ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΝΑΡΤΗΣΗ'').
Αλλά και σε άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, όπου είναι κοινό φυτό, στην Κριμαία και στον Καυκάσο. Η λαδανιά, από βοτανική άποψη, ανήκει στην οικογένεια των Cistaceae και περιλαμβάνει 7 γένη και 160 περίπου είδη, φυτά των παραμεσογείων χωρών και της Αμερικής. Στην Ελλάδα, αυτοφυές είναι το γένος Cistus με 5 αυτοφυή είδη. Αυτά είναι τα Cistus creticus- creticus, Cistus creticus - eriocephalus, Cistus parviflorus, Cistus monspeliensis.  Η φυσική του θέση είναι σε ξηρές, πετρώδεις θέσεις, σε φρύγανα και σε διάκενα δασών, όπου μπορεί να καλύπτει μεγάλες εκτάσεις που ονομάζονται κιστώνες. Ακόμη, ευδοκιμεί σε ξηρές ή και δροσερές ημιορεινές περιοχές, σε φτωχά ξηρικά και ασβεστώδη εδάφη και σχηματίζει αραιές ή πυκνές συστάδες.
Οι λαδανιές είναι φυτά αειθαλή, θαμνώδη πάνω από ένα μέτρο ύψος, με πολύκλαδο βλαστό και παχιά, ρυτιδώδη φύλλα. Τα φύλλα του και οι τρυφεροί βλαστοί του εκκρίνουν την κομμεορητίνη που λέγεται αλάδανος. Τα φύλλα τους είναι συνήθως κυματοειδή, απλά αδιαίρετα, αντίθετα η κατ' εναλλαγή με παράφυλλα, απλές τρίχες αστεροειδείς ή σε δέσμες. Αυτά παρουσιάζουν διαφορετικής μορφής φύλλα ανάλογα με την εποχή (εποχιακός διμορφισμός). Μεγαλύτερη επιφάνεια φύλλων το χειμώνα-άνοιξη και μικρότερη το καλοκαίρι και το φθινόπωρο όπου υποτριπλασιάζεται (από 6 σε 2 mm2). Ωστόσο, κατά την ξηρή περίοδο έχουμε απόρριψη των φύλλων από τα φυτά που φθάνει ακόμη και το 100%. H αναβλάστηση των φυτών παρατηρείται ένα μήνα μετά τις πρώτες φθινοπωρινές βροχές. To άνθος είναι εφήμερο και φαίνεται ότι το μπουμπούκι διεγείρεται από το πρωινό φως. Τα πέταλα ανοίγουν και στη συνέχεια μέχρι το επόμενο πρωί τα σέπαλα κλείνουν απορρίπτοντας τα πέταλα και σχηματίζεται μια 5-χωρη κάψα που περιέχει 80-130 σπέρματα. Τα άνθη έχουν 5 πέταλα ροδίνου ερυθρού χρώματος και 5 σέπαλα, πολλούς στήμονες με κίτρινα στίγματα πλούσια σε γύρη.
Όλα τα είδη της λαδανιάς (Cistus) χαρακτηρίζονται ως πυρόφυτα, λόγω της ιδιότητας τους να διεγείρεται το φύτρωμα των σπερμάτων τους και να αναβλαστάνουν αμέσως μετά την πυρκαγιά. To φαινόμενο αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα σπέρματα τους καλύπτονται από μια αδιάβροχη μεμβράνη η οποία με την έκθεση τους σε υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς, διαρρηγνύεται επιτρέποντας την απορρόφηση νερού και το φύτρωμα του σπόρου. Χωρίς τη φωτιά η καταστροφή της πιο πάνω μεμβράνης γίνεται με βραδύ ρυθμό με την επίδραση των μικροοργανισμών του εδάφους.

Στο υποείδος της λαδανιάς creticus, όλα τα μέρη του φυτού καλύπτονται από μονήρεις ή αστεροειδείς αδενώδεις τρίχες που παράγουν την κομμεορητίνη που στην Κρήτη λέγεται ‘'αλάδανος’', ή ‘’Λάβδανο’’ (δεν πρέπει να συγχέεται με το ‘’Λαύδανο’’ που είναι φαρμακευτική ουσία που περιέχει συστατικά του οπίου), που αντιστοιχεί στο 'Λήδανο’’ του Ηροδότου, ή το ‘’Λάδανον ή Λήδον’' του Διοσκουρίδη. Το αλάδανο έχει χρώμα σκούρο καφετί, είναι αρωματικό και με πικρή γεύση και χρησιμοποιείται εκτός των άλλων για την παραγωγή αιθέριου ελαίου με διαπεραστικό άρωμα. Αυτή η αρωματική ρητίνη (gummi ladanum), με έντονες φαρμακευτικές ιδιότητες, χρησιμοποιείται από αρχαιοτάτων χρόνων, ενάντια στους λοιμούς της χολέρας, ως αρωματική ουσία για θυμιάσεις, αλλά και στην ταρίχευση των νεκρών. H μεγαλύτερη πυκνότητα των αδενωδών τριχών στο φυτό παρουσιάζεται κατά μήκος των νεύρων της κάτω επιφανείας των φύλλων καθώς και στα στελέχη. H παραγωγή της ρητίνης στην διάρκεια της ημέρας αυξάνει με την αύξηση της θερμοκρασίας. H ρητίνη που εκρέει από τις αδενώδεις τρίχες, καλύπτει την εξωτερική επιφάνεια της τρίχας, τη βάση της και την επιφάνεια του οργάνου στο οποίο φύεται. ΄Ετσι, όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του οργάνου (φύλλα, στελέχη κ.λ.π) τόσο και μεγαλύτερη είναι η ποσότητα της ρητίνης που έχει αποτεθεί πάνω του. H επικάλυψη των φύλλων από την ρητίνη φαίνεται ότι ελαττώνει την εξατμισοδιαπνοή, μειώνει την θερμοκρασία του φύλλου, λόγω της εξάτμισης του αιθερίου ελαίου που περιέχει, αλλά και προστατεύει από τις υπεριώδεις ακτίνες. To ποσό της ρητίνης το οποίο παράγεται στα φύλλα εκτός από την εποχιακή του διακύμανση ποικίλει και από περιοχή σε περιοχή, λόγω περιβαλλοντικών ή και γενετικών παραγόντων, και κυμαίνεται από 1.5-15% ξηρού βάρους φύλλων. Στο υποείδος eriocephalus το αντίστοιχο ποσοστό είναι πάντα μικρότερο του 1% και το ποσοστό των αδενωδών τριχών πάνω στην επιφάνεια των φυτών είναι πολύ μικρότερο από ότι στο υποείδος creticus.

H εκμετάλλευση της κομμεορητίνης (αλάδανου) του Cistus creticus αποτελεί σημαντική και παλαιότερα κύρια πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους της κοινότητας Σισσών Μυλοποτάμου Ρεθύμνης, οι οποίοι ασχολούνται και σήμερα με την συλλογή της. H ρητίνη συλλέγεται από φυσικούς πληθυσμούς του Cistuis creticus κατά τις θερμές ώρες της ημέρας στην διάρκεια της θερινής περιόδου, με τον πατροπαράδοτο τρόπο του ‘’αργαστηριού’’ (ένα είδος τσουγκράνας που αντί για δόντια έχει μακριές δερμάτινες λουρίδες). Αυτό το πατροπαράδοτο εργαλείο το σβαρνίζουν ανάμεσα από τις αλαδανιές, χαιδεύοντάς τες, χωρίς να τις πληγώνουν ή καταστρέφουν. Φαίνεται ότι η εκμετάλλευση του φυτού στη Κρήτη άρχισε την περίοδο της Αραβοκρατίας. H συλλογή απαιτεί επίπονη εργασία και η ημερήσια απόδοση κυμαίνεται από 0.5-1Kg. To ποσό της ρητίνης το οποίο παράγεται στα φύλλα εκτός από την εποχιακή του διακύμανση ποικίλει και από περιοχή σε περιοχή, λόγω περιβαλλοντικών ή και γενετικών παραγόντων, και κυμαίνεται από 1.5-15% ξηρού βάρους φύλλων. Oι ποσότητες που συλλέγονται εξάγονται στις Αραβικές κυρίως χώρες όπου χρησιμοποιούνται ως θυμίαμα, αλλά και για την απολύμανση των εσωτερικών χώρων, όπως πιστεύεται.
Η συλλογή του αλάδανου γίνεται και στην Ισπανία αλλά με διαφορετικό τρόπο. Εκεί οι αλαδανιές κόβονται, βράζονται σε μεγάλα καζάνια και το λάδανο επιπλέει και συλλέγεται. Αυτό συνήθως εξάγεται στη γειτονική Γαλλία, όπου χρησιμοποιείται ως αιθέριο έλαιο για την παρασκευή αρωμάτων.

To Cistus creticus (κν. λαδανιά, αλαδανιά, αγκίσαρος), είναι ο ‘’κίσθος ‘’ του Θεοφράστου. O Θεόφραστος διέκρινε δύο είδη ‘’ κίσθου ‘’, το αρσενικό και το θηλυκό. To άρσενικό το περιγράφει ως ‘’'μείζον και σκληρώτερον και λιπαρώτερον και το άνθος επιπορφυρίζον, άμφω δε τα γένη όμοια τοις αγρίοις ρόδοις, πλην ελλάτω και άοσμα’’. Ετσι, λοιπόν η σημερινή αγγλική ονομασία ‘’Rock rose’’ για τα φυτά αυτά ίσως να έχει προέλθει από την παρατήρηση του Θεοφράστου, από την περιγραφή του οποίου συμπεραίνουμε ότι το ‘’αρσενικό γένος’’ αντιστοιχεί στο Cistus creticus και το ‘’θηλυκό’’ στο Cistus salviifolius. To πρώτο απαντάται στη Κρήτη με δύο υποείδη: α). Cistus cretlcus ssp. creticus και β), Cistus creticus ssp. eriocephalus. To πρώτο το είδος, η ‘’Κρίθινη’’, όπως τοπικά λέγεται, έχει ροζ-μοβ άνθη, ενώ η ‘’Σίτινη’’ έχει κίτρινα άνθη, από την οποία συλλέγεται η κομμεορητίνη με μηχανικά μέσα. To δεύτερο υποείδος, η αλαδανιά με τα λευκά άνθη είναι σπανιότερη και δεν παράγει ρητίνη σε αξιόλογη εκμεταλλεύσιμη ποσότητα.
Λέγεται ότι η ομορφιά των ανθών της αλαδανιάς προκάλεσαν την προσοχή των Μινωιτών καλλιτεχνών. Γι’ αυτό και τη βλέπουμε να εικονίζεται στην τοιχογραφία του παλατιού της Κνωσού «το γαλάζιο πουλί». Η ρητίνη της λαδανιάς, ο αλάδανος αναφέρεται από τον Ηρόδοτο (το 500π.χ.). Αυτός περιγράφει τον τρόπο που μάζευαν το ρετσίνι, και απορεί γιατί, αν και μύριζε ωραία, προερχόταν από ένα βρωμερό μέρος, τα γένια του τράγου. Καθώς το ζώο έτρωγε τα φύλλα της αλαδανιάς το ρετσίνι κολλούσε στα γένια του και συλλεγόταν έπειτα από τους βοσκούς. Την ίδια αλλά πιο λεπτομερή αναφορά κάνει και ο Διοσκουρίδης. Στο Μεσαίωνα, η συλλογή του ρετσινιού γινόταν με ένα είδος τσουγκράνας εφοδιασμένης με δερμάτινες λουρίδες Στις λουρίδες αυτές κολλούσε το λάδανο και συλλεγόταν. Τον ίδιο τρόπο περιγράφει αναλυτικά και ο Γάλλος περιηγητής Μπελόν δίνοντας μας και εικόνα του εργαλείου που χρησιμοποιούνταν, του λεγόμενου ‘’αργαστηριού’’.
Ο Διοσκουρίδης (1ος αιώνας μ.Χ.), ιατρός και βοτανολόγος του Ρωμαϊκού Στράτου, αναφέρει : «Το λάδανον δύναμιν έχει θεραπευτικήν, μαλακτικήν, ανα-στομωτικήν, ίστησι δε τας ρέουσας τρίχας μιγέν οίνω και σμύρνη και μυρσινίω ελαίω, ουλάς τε ευπρεπεστέρας ποιεί μετ' οίνου καταχριόμενον και ωταλγίας μεθ' υδρομέλιτος ή ροδίου εγχεομένου θεραπεύει. Επίσης, αυτός δίνει μια λεπτομερή περιγραφή του τρόπου συλλογής του λάβδανου, από τα γένια και τα πόδια των τράγων και των κατσικιών πάνω στα οποία κολλά, αλλά και με ένα εργαλείο με σχοινιά όπως γίνεται και σήμερα (π.χ. στο ορεινό χωριό Σίσσες Μυλοποτάμου Ρεθύμνης).
Ο Ρωμαίος ιατρός Celsus (25π.Χ. - 25μ.Χ.), αναφέρει τη χρησιμοποίηση της ρητίνης της αλαδανιάς, ως έμπλαστρο σε κακοήθη σαρκώματα. Ο Ορειβάσιος, διαπρεπής Βυζαντινός ιατρός, που έζησε τον 4ο αιώνα, παρασκεύαζε αλοιφή με λάδανο κατά της τριχόπτωσης. Ο Πέρσης ιατρός Αβικέννας, (η σημαντικότερη ίσως φυσιογνωμία της αραβικής ιατρικής που έζησε στην Περσία (980-1037 μ.χ.), ο οποίος ασχολήθηκε εκτεταμένα με την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, αναφέρει τη χρήση του λαδάνου για την αποσκλήρυνση του στομάχου και εντέρου και με τη μορφή αλοιφής για τη θεραπεία του σπλήνα. Περιηγητές και βοτανολόγοι, όπως ο Pierre Belon (1517-1564) και ο Joseph Pitton de Tournefort, που πέρασαν από την Κρήτη, ακολουθώντας τα χνάρια των αρχαίων βοτανολόγων (Διοσκουρίδη), αναφέρθηκαν στο φυτό αλαδανιά και στον τρόπο συλλογής του με αναλυτικό τρόπο.
Σήμερα, αφότου ελέγχθηκαν οι εξαιρετικές θεραπευτικές δυνάμεις του Κίστου από την επιστήμη, δεν είναι πια μόνο στην Ελλάδα δημοφιλής . Το γεγονός είναι ότι το τσάι του Κίστου είναι τρεις φορές πιο υγιές από όσο το πράσινο τσάι . Προστατεύει την καρδιά τέσσερις φορές καλύτερα από το κόκκινο κρασί και είναι αντιοξειδωτικό είκοσι φορές ισχυρότερο από τον φρέσκο χυμό λεμονιών. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα των δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν από το ίδρυμα Lefo Ahrensburg. Στη μελέτη τους, οι ερευνητές σύγκριναν διάφορα τσάγια, χυμούς και κρασιά ως προς τη δυνατότητά τους να εξουδετερώσουν τις αποκαλούμενες ελεύθερες ρίζες όπως οι περιβαλλοντικοί ρύποι και τα επιβλαβή υποπροϊόντα του μεταβολισμού. Οι επιστήμονες του ιδρύματος Lefo ανακάλυψαν ότιο Κίστος περιέχει έναν εξαιρετικά αποτελεσματικό συνδυασμό αντιοξειδωτικών: ήδη ένα ποτηράκι του συγκεντρωμένου τσαγιού έχει την ίδια επίδραση με μια καθημερινή δόση της βιταμίνης C (ως ασκορβικό οξύ).Ο καθ. Claus Peter Siegers του πανεπιστημίου του Lubeck αποδεικνύει ότι ο Κίστος αποτοξινώνει το σώμα και αποβάλλει τα τοξικά βαριά μέταλλα που προέρχονται από τον καπνό των τσιγάρων, των οδοντικών σφραγισμάτων και της περιβαλλοντικής ρύπανσης. Στη μελέτη Sieger, οι καπνιστές έπιναν μόνο 50 μιλιγκραμ τσάι Κίστου δύο φορές την ημέρα. Μετά από τέσσερις εβδομάδες, στο τέλος της εξέτασης, το επίπεδο καδμίου στο αίμα των συμμετεχόντων ήταν σημαντικά χαμηλότερο από πριν.



Πηγές: Καββάδα ∆., Βοτανικόν και Φυτολογικόν Λεξικόν σελ. 1934, Αθήνα, 1956. Γεννάδιος Π.Γ. Λεξικό Φυτολογικό, σελ. 512, Αθήνα, 1914. Gunther R.T., “The Greek herbal of Dioscurides” Oxford, Oxford University Press p.701, 1934. Tecoz Η., Reutter L., Vade Mecum. De Matiere Medicale p.205, 1943. Polunin Ο., Flowers of Greece and the Balkans p.340 Oxford Press, 1980. http://en.wikipedia.org/wiki/Labdanum , http://ladano.blogspot.com , http://www.ladano.blogspot.com ,http://alathanos.blogspot.com , http://www.biblefragrances.net/labdanum.html.http://envifriends.blogspot.gr

ΠΗΓΕΣ
1. Φραγκάκη Ε., Η δηµώδης Ιατρική της Κρήτης, Αθήνα 1978
2. Buia Α., Nyarady Α. et al. Botanica Agricola, II 347, Ed. Agro-Silvica, Bucuresti 1965
3. Καββάδα ∆., Βοτανικόν και Φυτολογικόν Λεξικόν σελ. 1934, Αθήνα 1956.
4. Γεννάδιος Π.Γ. Λεξικό Φυτολογικό, σελ. 512, Αθήνα 1914
5. Gunther R.T., “The Greek herbal of Dioscurides” Oxford, Oxford University Press p.701 1934
6. Tecoz Η., Reutter L., Vade Mecum. De Matiere Medicale p.205 1943
7. Polunin Ο., Flowers of Greece and the Balkans p.340 Oxford Press. 1980

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΑΚΜΗ βοτανική θεραπευτική προσέγγιση

  Με σχεδόν 2 τετραγωνικά μέτρα επιφάνεια, το δέρμα είναι το μεγαλύτερο όργανο του σώματός μας. Είναι το προστατευτικό τοίχος του οργανισμού...